Το ιατρικό σφάλμα αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση αστικής ευθύνης, αφού, όταν υπάρξει, προκαλεί συχνά σοβαρές βλάβες – σωματικές και ψυχολογικές – στον ασθενή με συνέπεια τις περισσότερες φορές οι αποζημιώσεις που εκδικάζονται να είναι ιδιαίτερα υψηλές. Επιπλέον, ο γιατρός, ο οποίος βαρύνεται με την αμέλεια βιώνει κι εκείνος τη δική του δοκιμασία, αφού, ακόμα κι αν δεν επιδικαστεί τελικά αποζημίωση στον ασθενή, δηλαδή δεν θεμελιωθεί η αμέλεια του, εξοντώνεται συναισθηματικά και επαγγελματικά. Από την πλευρά τους, ο ζημιωθείς – ασθενής και οι συγγενείς του, προκειμένου να λάβουν την αποζημίωσή τους, υφίστανται μία ψυχοφθόρα και μακροχρόνια δικαστική διαμάχη.
Τα πλεονεκτήματα της Διαμεσολάβησης σε αυτή την περίπτωση είναι ουσιώδη και για τις δυο πλευρές. Αρχικά, η υπόθεση παραμένει στον στενό κύκλο των ενδιαφερομένων. Έτσι, ο αμελής ιατρός εκτίθεται λιγότερο δημόσια, διασφαλίζοντας όσο καλύτερα μπορεί την επαγγελματική του φήμη. Ας μην ξεχνάμε ότι σε τέτοιου είδους διαφορές δεν χρειάζεται πράγματι να επιδικαστεί στο τέλος αποζημίωση, για να σπιλωθεί μία επαγγελματική φήμη. Παράλληλα, ο ζημιωθείς και η οικογένεια του δεν ταλαιπωρούνται με το να παρίστανται σε επαναλαμβανόμενες δίκες, ξαναζώντας συναισθηματικά φορτισμένοι το άτυχο περιστατικό. Άλλωστε, δεν πρόκειται για κάποια απλή ενοχική ή εμπράγματη σύμβαση, αλλά για μία αδικοπραξία, η οποία σχετίζεται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως το ιατρικό ιστορικό, η υγεία του ασθενούς κ.τ.λ., στοιχεία τα οποία δεν παίρνουν δημοσιότητα στο ακροατήριο. Η Διαμεσολάβηση και ο συμβιβασμός, λοιπόν, φαίνονται ως καταλληλότερα μέσα για την επίλυση τέτοιου είδους υποθέσεων, διότι παρέχουν έναν ιδιωτικό χαρακτήρα στην διαδικασία της επίλυσης, η οποία συντελεί στο να μην διευρυνθούν υπέρμετρα οι συνέπειες για τα δύο μέρη. Τέλος, είναι πιο συμφέρουσα και σε χρόνο και έξοδα, αφού αφενός μία επιτυχημένη διαπραγμάτευση μπορεί να διαρκέσει από λίγες ώρες έως και μερικές μέρες, (χρονικό διάστημα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τον χρόνο που χρειάζεται η υπόθεση για να επιλυθεί δικαστικά), αφετέρου οι δύο πλευρές εξοικονομούν τα υψηλά δικαστικά έξοδα, τα οποία είναι ανάλογα των ποσών που ζητούνται να επιδικαστούν. Ποσά, τα οποία στην περίπτωση του ιατρικού σφάλματος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ιδιαιτέρως υψηλά.
Ενδεικτική πηγή: http://www.hiifl.gr/wp-content/uploads/diamantopoulos-koubli.pdf
Δρ. Δημήτρης Θεοχάρης
Δικηγόρος, L.L.M.
Διαμεσολαβητής, Εκπαιδευτής διαμεσολαβητών
Επιστημονικός Συνεργάτης Ε.Κ.Π.Α. (e-learning)