Τι είναι η Διαμεσολάβηση

Η υπερφόρτωση των Δικαστηρίων, λόγω της τρομερής πίεσης μίας χωρίς προηγούμενο αναμονής εκκρεμών υποθέσεων, δημιούργησε την ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών. Η κοινωνία απαίτησε μια νέα προσέγγιση, προκειμένου να επιλύoνται αποτελεσματικότερα οι διαφωνίες. Αυτή η νέα προσέγγιση είναι η Διαμεσολάβηση.

Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης είναι ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών, θεσμοθετημένος στην Ελλάδα από το έτος 2010. Έρχεται να συμπληρώσει το παραδοσιακό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, καλύπτοντας τα αδύναμα σημεία του.

Πρόκειται για μία διαρθρωμένη διαδικασία, χάρη στην οποία τα εμπλεκόμενα σε μια διαφορά μέρη επιδιώκουν την εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης, μέσω μίας κοινά αποδεκτής διαδικασίας, σε ουδέτερο τόπο, με τη βοήθεια ενός ουδέτερου και έμπειρου τρίτου προσώπου, ειδικά εκπαιδευμένου, του «διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή». Πρόκειται για μία ευέλικτη διαδικασία διευθέτησης των διαφορών, η οποία διεξάγεται σε περιβάλλον εμπιστευτικότητας, τα δε εμπλεκόμενα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο για την επίτευξη ή μη συμφωνίας.

Η Διαμεσολάβηση,  σύμφωνα με το ν. 3898/2010 («Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία με αριθμό 2008/52/ΕΚ,  ορίζεται ως «η διαρθρωμένη Διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή, με τη βοήθεια Διαμεσολαβητή».

Η Διαμεσολάβηση δεν θεωρείται μόνο ταχύτερη και πιθανώς αποτελεσματικότερη από τη δικαστική διαδικασία, αλλά τις περισσότερες φορές δεν έχει καν το κόστος μίας συνήθους δικαστικής διαδικασίας. Μέσω της Διαμεσολάβησης, ανοίγεται ένα πεδίο διαλόγου, αποφεύγεται η αντιπαράθεση μεταξύ των μερών (η οποία είναι συνηθέστατη στις δικαστικές διαδικασίες) και ταυτόχρονα δίνεται η ευκαιρία στα μέρη να αναδείξουν τις πραγματικές τους ανάγκες, να έρθουν το ένα στη θέση του άλλου και να διατηρήσουν τις επαγγελματικές ή προσωπικές τους σχέσεις, παρά τη διαφορά.

Στη διαδικασία αυτή ουσιαστικό ρόλο έχει ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος, μέσω των τεχνικών διαπραγμάτευσης, στις οποίες έχει εκπαιδευτεί, βοηθά τα μέρη να επιλύσουν τη διαφορά τους, ακόμα και αν οι προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς μέσω της απευθείας επικοινωνίας των μερών σε προγενέστερο χρόνο δεν έχουν καρποφορήσει.

Η Διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010 διακρίνεται από το θεσμό της δικαστικής μεσολάβησης (όπως προστέθηκε με το άρ.6  του ν.4055/2012 / ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012) στο άρθρο 214Β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς στη δεύτερη ο δικαστής μεσολαβητής μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Στη Διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010 ο Διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, χωρίς ουσιαστικά να διατυπώνει επίσημα την γνώμη του υπέρ μίας ή άλλης πιθανής λύσης στη διαφορά.

Πρόσφατα, με τον ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α 80)», προστέθηκε νέο άρθρο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, (άρθρο 214 Γ). Σύμφωνα με αυτό, το ίδιο το δικαστήριο προτείνει πλέον στους διαδίκους την προσφυγή σε διαδικασία Διαμεσολάβησης, εφόσον βεβαίως αυτό ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.