Το Υπουργείο Γης, Υποδομών, Μεταφορών και Τουρισμού της Ιαπωνίας έχει δημιουργήσει μια Κεντρική Επιτροπή Επίλυσης Κατασκευαστικών Διαφορών, η οποία είναι αρμόδια στις περιπτώσεις όπου είτε και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, είτε μόνο το ένα, είναι κατασκευαστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με άδεια του συγκεκριμένου Υπουργείου, είτε και τα δύο μέρη είναι μεν κατασκευαστικές επιχειρήσεις αλλά λειτουργούν με άδεια από διαφορετικές Περιφερειακές Αρχές.

Εκτός από την προαναφερθείσα Κεντρική Επιτροπή, υπάρχουν Περιφερειακές Επιτροπές, οι οποίες είναι αρμόδιες για διαφορές, στις οποίες είτε και τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη είναι κατασκευαστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με άδειες του ίδιου οικείου Περιφερειάρχη, είτε στις οποίες μόνο ένα από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είναι κατασκευαστική επιχείρηση και λειτουργεί με άδεια του οικείου Περιφερειάρχη, καθώς, επίσης, και για  διαφορές, στις οποίες απλώς η τοποθεσία του έργου βρίσκεται στο έδαφος της οικείας Περιφέρειας. Τόσο η  Κεντρική Επιτροπή όσο και οι Περιφερειακές Επιτροπές Επίλυσης Κατασκευαστικών Διαφορών έχουν συσταθεί με βάση το Νόμο για την Κατασκευαστική Βιομηχανία (Construction Law Industry).

Οι παραπάνω Επιτροπές εφαρμόζουν διάφορες Εναλλακτικές Μεθόδους Επίλυσης (ADR) των διαφορών που τους υποβάλλονται, όπως η συμφιλίωση (conciliation), η διαιτησία, η Διαμεσολάβηση  κ.λ.π.. Προκειμένου να τηρηθεί η υποχρέωση  εμπιστευτικότητας και το απόρρητο, οι εν λόγω Επιτροπές δεν ανακοινώνουν τα ονόματα των ενδιαφερομένων, οι οποίοι υποβάλλουν διαφορές προς επίλυση. Έτσι, στα κατωτέρω παραδείγματα, θα αναφερθούν μόνο τα πραγματικά περιστατικά δύο υποθέσεων που υποβλήθηκαν σε Διαμεσολάβηση στην Κεντρική Επιτροπή Κατασκευαστικών Διαφορών και επιλύθηκαν.

1. Η πρώτη διαφορά βασιζόταν σε σύμβαση κατασκευής μίας οικίας. Ένας ιδιώτης υπέβαλε αίτηση για Διαμεσολάβηση, ισχυριζόμενος ότι «το κατηγορούμενο» μέρος, δηλαδή ο κατασκευαστής, είχε ψευσθεί σχετικά με τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι ήταν διαφορετικοί από τους όρους της σύμβασης κατασκευής που είχαν γίνει αποδεκτοί και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Με αυτόν τον τρόπο, ο κατασκευαστής έπεισε τον αιτούντα να υπογράψει τη σύμβαση. Περαιτέρω, ο αιτών κύριος του έργου, ισχυρίσθηκε ότι  ο κατασκευαστής  έκανε αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης και, λόγω επανειλημμένων κακόπιστων πράξεων, στις οποίες προέβη, ο αιτών ζητούσε την ακύρωση της σύμβασης και την επιστροφή της προκαταβολής που είχε καταβάλει στον κατασκευαστή, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.000.000 ¥ Ιαπωνίας. Ο κατασκευαστής  αντέταξε ότι δεν υπήρξαν μονομερείς μεταβολές στους όρους της σύμβασης και ότι οι κατασκευαστικές εργασίες δεν μπορούσαν να αρχίσουν την  συμφωνηθείσα περίοδο, λόγω καθυστερημένης πληρωμής  του ποσού της προκαταβολής από τον αιτούντα και του μη καθορισμού του τελικού σχεδίου κατασκευής της οικίας, αρνούμενος τις κατηγορίες με έμφαση.

Στο τέλος, επιτεύχθηκε συμφωνία επίλυσης, στα πλαίσια της οποίας ο αιτών και ο κατασκευαστής ακύρωσαν τη σύμβαση με κοινή  συναίνεση. Από την προκαταβολή ποσού 1.000.000 ¥ Ιαπωνίας που είχε καταβληθεί  από τον αιτούντα, 600.000 ¥ Ιαπωνίας αναγνωρίστηκαν ως έξοδα του κατασκευαστή για τις εργασίες που είχε ήδη εκτελέσει, ενώ το υπόλοιπο της προκαταβολής, δηλαδή το ποσό των 400.000 ¥ Ιαπωνίας,  συμφωνήθηκε ότι αποτελούσε την αμοιβή του κατασκευαστή για τις εργασίες που είχε ήδη κάνει.

Ουσιαστικά, επιτεύχθηκε λύση, με την οποία και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ικανοποιήθηκαν (win win solution), αφού αφενός η  σύμβαση κατασκευής ακυρώθηκε, όπως ζητούσε ο αιτών, και αφετέρου, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή ο κατασκευαστής, κράτησε την προκαταβολή για έξοδα και για την αμοιβή του, η οποία αντιστοιχούσε στις εργασίες που είχε προβεί μέχρι την ακύρωση της σύμβασης.

Η συγκεκριμένη Διαμεσολάβηση πραγματοποιήθηκε το 2000 και η διάρκεια της, από την υποβολή της αίτησης μέχρι την επίλυση της διαφοράς, ήταν τέσσερις μήνες, κατά τους οποίους έλαβαν χώρα δύο συνεδρίες.

2. Η δεύτερη υπόθεση Διαμεσολάβησης πραγματοποιήθηκε το 2001 και η διάρκεια της, από την υποβολή της αίτησης μέχρι την επίλυση της, ήταν δύο μήνες, κατά τους οποίους έλαβαν χώρα δύο συνεδριάσεις. Επρόκειτο περί διαφοράς, η οποία απέρρεε από σύμβαση που αφορούσε κατασκευαστικές εργασίες με αντικείμενο μηχανολογικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις δημοτικού σχολείου. Την αίτηση Διαμεσολάβησης υπέβαλε ο υπεργολάβος, ισχυριζόμενος ότι το «κατηγορούμενο» μέρος, δηλαδή ο εργολάβος, όφειλε να του καταβάλει ακόμη 12.000.000 ¥ Ιαπωνίας, ενώ ο εργολάβος ισχυριζόταν ότι ο υπεργολάβος όφειλε να του επιστρέψει 19.000.000 ¥ Ιαπωνίας, διότι του είχε καταβάλει 63.000.000 ¥ Ιαπωνίας, ενώ η αμοιβή του υπεργολάβου δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 44.000.000 ¥ Ιαπωνίας. Η διένεξη οφειλόταν στο ότι δεν υπήρξε από την αρχή ξεκάθαρη συμφωνία σχετικά με την  αμοιβή  του υπεργολάβου.

Η διαφορά αυτή έληξε με συμφωνία, στα πλαίσια της οποίας ο εργολάβος δέχθηκε να καταβάλει στον υπεργολάβο το πόσο των 5.000.000 ¥ Ιαπωνίας. Στην περίπτωση  αυτή, δηλαδή, ο αιτών υπεργολάβος διατήρησε ακέραιο το ποσό των 63.000.000 ¥ Ιαπωνίας που του είχε ήδη καταβάλει ο εργολάβος ενώ έλαβε, επιπλέον, από τον εργολάβο το πόσο των 5.000.000 ¥ Ιαπωνίας. Είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός του εργολάβου, ότι δηλαδή έπρεπε να του επιστραφούν 19.000.000 ¥ Ιαπωνίας δεν ήταν βάσιμος, αφού όχι μόνο δεν επέμεινε στην καταβολή αυτού του ποσού αλλά δέχθηκε να καταβάλει και άλλα 5.000.000 ¥ Ιαπωνίας στον υπεργολάβο.

Κατερίνα Κωτσάκη

Επ. Δικηγόρος

Διαμεσολαβήτρια

Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών

Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Διαμεσολαβητών