Είναι αξιοθαύμαστη η δυνατότητα που δίνει η Διαμεσολάβηση στα εμπλεκόμενα μέρη, ακόμα και μετά την έκδοση δικαστικής  απόφασης, στο στάδιο της εκτέλεσης,  να  επικοινωνήσουν μεταξύ τους απ’ ευθείας και να επαναπροσδιορίσουν την γονεϊκή τους σχέση, λαμβάνοντας υπόψιν τους πραγματικά περιστατικά, που μεσολάβησαν μεταξύ της συζήτησης στο δικαστήριο ή της έγερσης της αγωγής μέχρι την εκτέλεση της απόφασης.

Η συμφωνία, στην οποία καταλήγουν τα μέρη με τη Διαμεσολάβηση, είναι σαφέστατα πιο ρεαλιστική και συνεπώς με μεγαλύτερη βεβαιότητα εφαρμόσιμη, καθώς διαλαμβάνει τις προθέσεις, τα δεδομένα και τις δυνατότητες του κάθε εμπλεκόμενου μέρους, όπως αυτά ισχύουν κατά τη χρονική στιγμή, που γίνεται η Διαμεσολάβηση.

Στην υπόθεση που παραθέτουμε, τα εμπλεκόμενα μέρη, χωρίς μεταξύ τους γάμο αλλά και χωρίς κοινή συμβίωση, απέκτησαν ένα τέκνο, το οποίο ο πατέρας αναγνώρισε με συμβολαιογραφική πράξη πριν τη γέννησή του. Όταν το βρέφος ήταν επτά μηνών περίπου, η μητέρα κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα διατροφής, με τα οποία επιδικάστηκε η υποχρέωση του πατέρα να συνεισφέρει στη διατροφή του τέκνου με ποσό 750 ευρώ μηνιαίως. Μετά την έκδοση της απόφασης των ασφαλισιτικών μέτρων, την οποία σημειωτέον ο πατέρας τήρησε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, η μητέρα άσκησε αγωγή για την διατροφή του τέκνου, η οποία συζητήθηκε όταν το τέκνο ήταν τεσσάρων ετών, με τους διαδίκους παρόντες στο ακροατήριο και μάλιστα σε μία αρκετά τεταμένη ατμόσφαιρα, ενώ η απόφαση επ’ αυτής εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα και η θεώρησή της από το δικαστήριο καθυστέρησε περίπου άλλους έξι μήνες.

Η οριστική απόφαση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες του τέκνου, όταν αυτό ήταν ενός έτους περίπου, όταν δηλαδή ασκήθηκε η αγωγή, καθώς και την οικονομική δυνατότητα των γονέων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, περιορίστηκε, ως όφειλε, στην επιδίκαση ενός σεβαστού ποσού αναδρομικά, ως συνεισφορά του πατέρα στη διατροφή του τέκνου και υποχρέωσε τον πατέρα να το καταβάλει εντόκως από την άσκηση των ασφαλιστικών μέτρων.

Όταν έφτασε η ώρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επιδόθηκε με  επιταγή προς πληρωμή, η πλευρά του πατέρα επιδίωξε μαζί με τη διευθέτηση και ρύθμιση της αναδρομικής ενιαίας καταβολής του ποσού που επιδικάστηκε, να προσδιορίσει με ακρίβεια και το δικαίωμα επικοινωνίας του με το τέκνο και ζήτησε τα μέρη να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι της πλευράς της μητέρας ζήτησαν η διαπραγμάτευση αυτή να διενεργηθεί μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης, ώστε οποιαδήποτε συμφωνία τυχόν προκύψει να  έχει εκτελεστότητα.

Η Διαμεσολαβήτρια, προτάθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της μητέρας και έγινε δεκτή από την άλλη πλευρά, οπότε και της ανατέθηκε από κοινού η Διαμεσολάβηση, η οποία έλαβε χώρα σε μία εβδομάδα από την ανάθεση, με τους δικηγόρους των δύο πλευρών να έχουν στο μεταξύ προωθήσει αρκετά τις διαπραγματεύσεις.

Τα θέματα που απασχόλησαν τα εμπλεκόμενα μέρη κατά την ημέρα της διαμεσολάβησης, εκτός από το θέμα της καταβολής του ποσού που όριζε η απόφαση, ήταν ο καθορισμός του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο, όπως και η από κοινού επιλογή σχολείου για το τέκνο (καθώς πλέον είχε φτάσει ο καιρός να πάει στο νηπιαγωγείο), καθώς και το θέμα ανεύρεσης νέας εργασίας απο τη μητέρα με τη συνδορμή του πατέρα, ζήτημα, που απασχολούσε τη μητέρα έντονα. Σημειώνεται εδώ ότι, στην περίπτωση της εκτέλεσης της οριστικής απόφασης, κανένα από τα θέματα αυτά δεν μπορούσε να έχει συζητηθεί και επιλυθεί όπως έγινε εν προκειμένω.

Μετά από 4 περίπου ώρες κοινής συνάντησης τα θαυμαστά αποτελέσματα αυτής της συζήτησης άρχισαν να σχηματίζονται σε συμφωνία, όπου :

  1. Συναποφασίσθηκε από τα εμπλεκόμενα μέρη, να μην εκτελεστεί η απόφαση ως έχει, διότι στην πραγματικότητα δεν θα λειτουργούσε προς το συμφέρον του παιδιού να εξοντωθεί οικονομικά στιγμιαία ο πατέρας, προκειμένου να δώσει το σύνολο του ποσού, χωρίς να μπορεί να συνεισφέρει ενεργά από εκεί και μετά.
  2. Αντί για το ποσό που επιδικάστηκε με την απόφαση, συναποφασίσθηκε ο πατέρας να συνεχίσει τη μηνιαία καταβολή του ποσού που έδινε με βάση την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε οικονομικά πλήρως την 13ετή φοίτηση του τέκνου σε ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας, η επιλογή του οποίου θα συναποφασιζόταν με τη μητέρα του τέκνου, κατόπιν κοινών τους επισκέψεων σε διάφορα σχολεία κοινής αποδοχής. (Όπερ και εγένετο).
  3. Προσδιορίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο, σύμφωνα με τις δυνατότητές του λόγω της εργασίας του και της ηλικίας του τέκνου, γεγονός, το οποίο ενδυνάμωσε εξαιρετικά την εμπιστοσύνη του ενός εμπλεκόμενου μέρους προς το άλλο και τη μεταξύ τους γονεϊκή σχέση.
  4. Συζητήθηκε διεξοδικά και «ξεκαθάρισε το τοπίο» των προθέσεων, ενεργειών και συνδυασμένων κινήσεων κ.λπ. των δύο εμπλεκομένων μερών ως προς το θέμα της ανεύρεσης εργασίας της μητέρας με τη συνδρομή του πατέρα.
  5. Παρεπόμενο (μέγα) όφελος: οι νομικοί παραστάτες των δύο πλευρών απήλαυσαν της οικονομικής και ιδίως της ηθικής ικανοποίησης έναντι των πελατών τους για τη γρήγορη, αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς αλλά και της αλληλοεκτιμήσεως και αλληλεγγύης με τον συνάδελφο του άλλου εμπλεκόμενου μέρους.

Τέλος, η απόλυτη επιτυχία της διαδικασίας επισφραγίσθηκε, ένα χρόνο αργότερα, όταν το τέκνο μετά το τέλος της σχολικής γιορτής του νηπιαγωγείου, είπε ενθουσιασμένο στους δύο γονείς του, που ήταν εκεί μαζί : «Πηγαίνω και θα πηγαίνω στο καλύτερο σχολείο της Ελλάδας!» .

 

Μαρία Φαροπούλου

Δικηγόρος (LL.M), Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια (CEDR, ΥΔΔΑΔ, Harvard Law School PON)  Διαπιστευμένη Εκπαιδεύτρια Διαμεσολάβησης  (IMC, Canada)