Η Διαμεσολάβηση προγραμματίζεται σε μέρα και ώρα που εξυπηρετεί όλους. Τα μέρη της διαφοράς έχουν ήδη υπογράψει τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς σε Διαμεσολάβηση. Σε αυτήν περιέχεται συνήθως και η δέσμευσή τους ότι θα τηρήσουν εμπιστευτικά όσα προκύψουν.
Όσοι μετέχουν σε Διαμεσολάβηση δεν επιτρέπεται να εξετασθούν ως μάρτυρες σε τυχόν δικαστήριο, παρά μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στα δικαστήρια, στη Διαμεσολάβηση δεν τηρούνται πρακτικά, δεν καταγράφονται πουθενά τα όσα λέγονται ή συζητιούνται.
Η μέρα ξεκινά συνήθως με μια κοινή συνεδρία: Ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι δικηγόροι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι. Ο Διαμεσολαβητής εξηγεί με απλά λόγια τη διαδικασία και τον ρόλο του, διευκρινίζοντας ότι δεν είναι δικαστής, ότι δεν βγάζει απόφαση, ότι δεν δίνει νομικές συμβουλές και δίνει τον λόγο στα μέρη, να κάνει ο καθένας μια αρχική τοποθέτηση. Επίσης και ο δικηγόρος της κάθε πλευράς κάνει μια αρχική τοποθέτηση.
Κατά κανόνα στη συνέχεια ακολουθούν οι «κατ’ ιδίαν συνεδρίες»: Ο Διαμεσολαβητής συνομιλεί με τη μια πλευρά, το κάθε «μέρος» και τον δικηγόρο του και στη συνέχεια με την άλλη πλευρά, εναλλάξ. Σε αυτές τις συνεδρίες, μπορεί να γίνει μια ειλικρινής συζήτηση, όπου το κάθε «μέρος» μπορεί να μιλήσει πολύ ανοιχτά με τον Διαμεσολαβητή, καθώς ο Διαμεσολαβητής δεσμεύεται από το απόρρητο και δεν μπορεί να μεταφέρει στην άλλη πλευρά αυτά που άκουσε. Μόνον αν υπάρχει ρητή συναίνεση ή αν ρητά ζητήσει η μία πλευρά να μεταφέρει ο Διαμεσολαβητής κάτι στην άλλη πλευρά, τότε μπορεί να γίνει αυτό και πάντα με πολύ προσοχή. Στις κατ΄ ιδίαν συνεδρίες ο Διαμεσολαβητής κάνει ερωτήσεις και παίρνει απαντήσεις για το τί έγινε και για το πώς θα ήθελε η κάθε πλευρά να λυθεί το πρόβλημα. Τα μέρη προτείνουν πιθανές λύσεις και με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή τις επεξεργάζονται.
Στο στάδιο της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί, τα μέρη και οι δικηγόροι επιχειρηματολογούν έως ότου βρεθεί ο κοινός τόπος, έως ότου τα μέρη συμφωνήσουν για το πώς θα λυθεί το πρόβλημα ή τα προβλήματά τους. Οπότε, οι δικηγόροι καταγράφουν τη συμφωνία, η οποία εν συνεχεία θα συμπεριληφθεί στο πρακτικό επίλυσης τη διαφοράς που θα συντάξει ο Διαμεσολαβητής. Το πρακτικό, μπορεί να κατατεθεί στο Πρωτοδικείο οποτεδήποτε από οποιοδήποτε από τα μέρη έναντι παραβόλου ύψους 50 € που πηγαίνει στο δημόσιο και είναι «τίτλος εκτελεστός», έχει δηλαδή την ισχύ μιας δικαστικής απόφασης.
Σε περίπτωση που τα μέρη δεν καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, ο Διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της Διαμεσολάβησης. Το έγγραφο αυτό προσκομίζεται στα δικαστήρια, εφόσον η υπόθεση οδηγηθεί εκεί.
Εάν το πρακτικό Διαμεσολάβησης περιέχει συμφωνίες για δικαιοπραξίες που υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, τότε αυτός ο τύπος πρέπει να τηρηθεί. π.χ. τα μέρη με τη Διαμεσολάβηση μπορούν έγκυρα να επιλύσουν τη διαφορά τους για τη διανομή κοινών ακινήτων και να συμφωνήσουν για το πώς θα μοιράσουν κάποιο ή κάποια περιουσιακά στοιχεία, κινητά ή ακίνητα. Για τα ακίνητα θα πρέπει στη συνέχεια να γίνει και το σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο και θα μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλάκειο ή θα καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο.
Ευγνωσία Ραφτοπούλου-Χατζηπρίμου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω ΔΣΘ
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Συντονίστρια Πύλης Διαμεσολάβησης Ωραιοκάστρου