Αρκετά άρθρα έχουν γραφτεί για τα οφέλη του θεσμού της Διαμεσολάβησης, καθώς αν και φαντάζει μία απλοϊκή διαδικασία, σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί ενεργά (θεωρητικά ή πρακτικά), εντούτοις είναι μία απόλυτα διαρθρωμένη εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών με κλιμάκωση που καθορίζεται κυρίως από τα μέρη. Πολύ όμως σημαντικό ρόλο στη ροή των εξελίξεων, παίζει ο ίδιος ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος, στη χώρα μας τουλάχιστο, μπορεί να είναι αυτός που δεν λαμβάνει αποφάσεις ούτε μπορεί να κατευθύνει τα μέρη, καθώς η ουδετερότητα και αμεροληψία του είναι το ιδιαίτερο προσόν που έχει, έναντι άλλων μορφών επίλυσης διαφορών, ωστόσο όμως είναι αυτός που με το χάρισμα που διαθέτει, μπορεί να εξελίξει τη διαδικασία σε μία αποκάλυψη. Διότι ενδεχόμενα οι λύσεις που θα προταθούν ή θα γίνουν αποδεκτές από τα μέρη, θα οδηγήσουν σε μία επίλυση που θα ικανοποιούσε αμφότερες τις πλευρές.
Πώς ευθύνεται όμως ο «καταλύτης» της διαδικασίας, καθώς θεωρητικά είναι εντελώς ανεξάρτητος σε ό,τι αφορά την παροχή των υπηρεσιών του;
Ο νόμος που εισήγαγε τη Διαμεσολάβηση στο ελληνικό στερέωμα, 3898/2010, αναγνώριζε ευθύνη του ασκούντος το επάγγελμα του Διαμεσολαβητή, μόνο για περιπτώσεις Δόλου, χωρίς να του προσδίδει μεγαλύτερες ευθύνες. Διότι η από του νόμου συμμετοχή του Διαμεσολαβητή στη διαδικασία έχει πολύ συγκεκριμένα και στενά όρια άρα η ευθύνη του δε θα μπορούσε να επεκταθεί πέραν της από πλήρη γνώση και επί σκοπώ θέλησή του να παραβιάσει τις διατάξεις. Ο νέος όμως νόμος που καταργεί τον αρχικό, 4512/2018, έχει άλλη διάθεση απέναντι στους Διαμεσολαβητές, καθώς τους καθιστά υπόλογους όχι μόνο για Δόλο αλλά πλέον και για Βαριά Αμέλεια. Και ίσως αυτή η διαφοροποίηση είναι το σημάδι κατά το οποίο διαπιστώνεται για πρώτη φορά η βαρύνουσα συμμετοχή του «ουδέτερου τρίτου» σε μία διαδικασία που ξεφεύγει από αυτές που γνωρίζαμε ως τώρα για την επίλυση πάσης φύσης αστικών και εμπορικών διαφορών. Και δεν αρκεί μόνο αυτή η επαύξηση της ευθύνης και του ρόλου του Διαμεσολαβητή, αλλά συντάσσεται και ένα νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών το οποίο ως βαρύτερη συνέπεια έχει την οριστική ανάκληση της Διαπίστευσής τους.
Εκτός των πυλών της χώρας μας, ταξιδεύοντας στην Αυστραλία, μπορούμε να αναγνώσουμε την πρώτη υπόθεση ευθύνης Διαμεσολαβητών, που διαμόρφωσε νομολογία. Δεν είναι άλλη από την υπόθεση του 2008, Tapoohi v Lewenberg, η οποία πραγματευόταν περιουσιακή διαφορά μεταξύ δύο αδελφών.
Η ως άνω υπόθεση έκλεισε με συμφωνία και τελικά η μια εκ των αδελφών απέκτησε τεράστια περιουσία. Κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης, προφορικά είχε ειπωθεί, ότι πριν τον τελικό διακανονισμό, θα έπρεπε να υπάρξει φορολογική κάλυψη καθώς η μεταβίβαση αυτή θα επέφερε μεγάλους φόρους μεταβίβασης. Όταν η αποκτώσα αδελφή συνειδητοποίησε το ύψος της οφειλής, κατέθεσε μήνυση τόσο στην αδελφή της και τους δικηγόρους, όσο και τον Διαμεσολαβητή, με την αιτία ότι παραβίασε το καθήκον να καταρτίσει το κείμενο της τελικής συμφωνίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να φροντίσει να μη ξεχαστεί η καταγραφή κάποιου όρου της αρχικά προφορικής συμφωνίας, ειδικά τόσο σημαντικού.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα που στρεφόταν έναντι του Διαμεσολαβητή, όμως έχει καταγραφεί η διαπίστωση, ότι οι Διαμεσολαβητές οφείλουν να παρέχουν τη δέουσα προσοχή και φροντίδα στα μέρη κατά την κατάρτιση της τελικής και επίσημης συμφωνίας.
Μάλιστα, από την παρούσα υπόθεση προέκυψε η ανάγκη στις Συμφωνίες υπαγωγής των υποθέσεων στη Διαμεσολάβηση, να υφίστανται ρήτρες περιορισμού της ευθύνη των Διαμεσολαβητών.
Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω –Δ. Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR/DPO ex