Πολλοί ερευνητές και φορείς που ασχολούνται με τη Διαπραγμάτευση εν γένει, αναρωτιούνται, γνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα της Διαμεσολάβησης έναντι της Διαιτησίας και άλλων μορφών επίλυσης διαφορών, γιατί ο θεσμός δεν είναι πιο δημοφιλής και γιατί δεν επιλέγεται συνήθως για την επίλυση διαφορών.

Μάλιστα οι μελετητές αυτοί, θεωρούν με σιγουριά, ότι η επιχειρηματική κοινότητα θα επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τέτοιου είδους επιλογή πάντα σε σύγκριση με λοιπούς τρόπους.

Και όμως το πρόβλημα παραμένει: ο θεσμός αυτός δεν επιλέγεται κυρίως ή συνήθως έναντι κλασσικών τρόπων επίλυσης διαφορών. Και όμως, είναι εμφανές ότι τα τελευταία χρόνια ο θεσμός έχει τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας χωρίς όμως πράγματι να επικρατεί και αυτό καθιστά την αντίφαση αυτή ιδιαίτερη.

Ο J. Maurits Barendrecht και ο Berend de Vries της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tilburg (Tilburg, Κάτω Χώρες) εξηγούν αυτή την αντίφαση, ώστε οι διαφωνούντες να αντιμετωπίζουν ορθολογικά τη σύγκρουσή τους αυτή.

Οι ως άνω ερευνητές σημειώνουν, τελικά, ότι τα μέρη που έχουν διαφορά χρησιμοποιούν τη Διαιτησία και τη Διαμεσολάβηση λιγότερο συχνά από ό,τι δηλώνουν ότι προτιμούν αυτές τις μεθόδους κατά τη διάρκεια κάποιας στατιστικής έρευνας.

Είναι γεγονός, ότι, όταν υπογράφεται μία σύμβαση ανάμεσα σε μέρη, στο σημείο της πρόβλεψης ότι στην περίπτωση που προκύψει διαφορά θα εφαρμοστεί συγκεκριμένη μέθοδος επίλυσης διαφορών, αυτή εν τέλει η μέθοδος θα προσελκύσει το μεγαλύτερο μέρος των διαφορών, είτε προωθείται σιωπηρά είτε ρητά. Οι ερευνητές αποδίδουν αυτή την “νομοτελειακή επιλογή”, εν μέρει, στην αρχικά καλή θέληση που συνήθως υπάρχει μεταξύ των μερών που συμβάλλονται, πριν προκύψει μία διαφορά. Όταν συντάσσουν τη σύμβασή τους, τα φιλικά, μεταξύ τους εκείνη τη στιγμή, μέρη δεν εξετάζουν σοβαρά την πιθανότητα εμφάνισης οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ τους. Χωρίς αυτή την πρόνοια εγκαίρως, τα δικαστήρια καταλήγουν να αποτελούν τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Ακόμη και αν μια πλευρά προτείνει κάποιον εναλλακτικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών (ADR), η άλλη πλευρά είναι πιθανό να υποτιμήσει την προσφορά, εφόσον ακόμη δεν έχει θεωρήσει πιθανή την εμφάνιση κάποιας διαφοράς.

Επιπλέον, τα μέρη είναι πιθανό να προτιμούν ένα γνωστό, αναποτελεσματικό σύστημα – το δικαστήριο – έναντι ενός λιγότερο γνωστού αλλά πολύ αποτελεσματικότερου συστήματος, όπως είναι η Διαμεσολάβηση ή η Διαιτησία.

Ποια είναι η λύση για αυτή τη διαπίστωση;

Πρώτον, η διοίκηση πρέπει να αντικαταστήσει τις ρήτρες για την αντιμετώπιση των διαφορών, και αντί για παραπομπή στα αρμόδια Δικαστήρια, να επιλέγεται συνειδητά η επίλυση διαφορών με τη Διαμεσολάβηση σε πρώτο χρόνο και σε δεύτερο με τη Διαιτησία.

Επιπλέον, όποιος υπογράφει μια σύμβαση πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη και το ενδεχόμενο να προκύψει κάποια διαφορά κατά την εκτέλεση των συμφωνημένων. Και όταν συμβεί αυτό, η λογική της αποτελεσματικής επίλυσης διαφορών μέσω των εναλλακτικών τρόπων και όχι των παρωχημένων, είναι πιθανό να επικρατήσει.

Πηγή: P.o.N. Harvard Law School

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR expert/DPOexec.