Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η επιβράδυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης έρχεται σε συνάρτηση με τον όγκο των υποθέσεων. Η μη σωστή προώθηση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών από τους αρμόδιους φορείς, είναι ο σημαντικότερος λόγος που δεν «προχώρησαν» και δεν εφαρμόστηκαν ευρέως νομοθετήματα όπως η Διαμεσολάβηση.
Πολλοί θεωρούν πως ο λόγος μη εφαρμογής ευρέως εναλλακτικών τρόπων επίλυσης είναι το “dna” του Έλληνα, ότι είμαστε δικομανείς , και ότι πολλές φορές στόχος μας είναι να πάμε τον αντίδικό μας στα Δικαστήρια για να τον ταλαιπωρήσουμε , ασχέτως αν θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε. Υπ ‘ αυτή την σκοπιά στοχοποιούμαστε για ακόμα μια φορά οι Έλληνες και μετακυλύετε η ανεποτελεσματικότητα εφαρμογής ενός θεσμού στον απλό λαό, ο οποίος μπορεί καν να μη γνωρίζει τι είναι Διαμεσολάβηση.
Κατά μία αντίθετη και ίσως πιο ορθή άποψη ο λόγος της μη εφαρμογής της Διαμεσολάβησης σε μεγάλο βαθμό είναι η μη σωστή προώθηση του θεσμού , και η μη ορθή επικοινωνία του με τον ευρύ κόσμο, από τους αρμόδιους φορείς, ίσως μάλιστα και από τους φορείς που σχετίζονται άμεσα με τον θεσμό αυτό.
Τι είναι όμως η Διαμεσολάβηση;
Τα μέρη που έχουν μία διαφορά και επιθυμούν να την επιλύσουν μέσω της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης, δύνανται να επιλέξουν ένα Διαμεσολαβητή διαπιστευμένο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ουδέτερος και αμερόληπτος. Ακολουθείται μία διαρθρωμένη διαδικασία ιδιωτικών και κοινών συναντήσεων των μερών ενώπιον του Διαμεσολαβητή. Ο Διαμεσολαβητής τηρώντας πάντα την αρχή της ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ και του ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ, καλείται μέσα από τις ικανότητές του, την εμπειρία του και από την υψηλού επιπέδου εκπαίδευσή του, να γεφυρώσει το χάσμα της διαφωνίας και να «οδηγήσει» τα μέρη να αντιληφθούν το πραγματικό τους συμφέρον, απομακρυσμένοι από εμπάθειες.
Η Διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα πάντα με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών, η οποία παρουσία είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση που μέσα από τη διαδικασία αυτή προκύψει συμφωνία, υπογράφεται αυτή από τα μέρη και από τον Διαμεσολαβητή. Στη συνέχεια δύναται η συμφωνία αυτή, με επιμέλεια του ενός μέρους να κατατεθεί προς επικύρωση στο οικείο Μονομελές Πρωτοδικείο, αποκτώντας με αυτόν το τρόπο τα μέρη της διαφοράς τίτλο εκτελεστό, ωσάν δικαστική απόφαση.
Η Διαμεσολάβηση αποτελεί μία αρκετά ευέλικτη διαδικασία σε σχέση με άλλους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης, καθότι δεν ακολουθούνται στην εν λόγω μέθοδο δικονομικοί κανόνες και δεν αποφασίζει ένας τρίτος – Δικαστής για την διαφορά, αλλά αποφασίζουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι για την πορεία της υπόθεσής τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας δεν υπάρχει νικητής και χαμένος, όπως αυτό μπορεί να συμβεί σε μία δικαστική υπαγωγή της υπόθεσης.
Νομικό Πλαίσιο:
Η Διαμεσολάβηση έκανε για πρώτη φορά νομοθετικά την εμφάνισή της στην Ελλάδα με το Ν. 3868/2010, υιοθετώντας Ευρωπαϊκή Οδηγία. Η Διαμεσολάβηση εκ της φύσεως της αλλά και εκ του Νόμου τότε ήταν μία διαδικασία προαιρετική. Ουδείς υποχρεούται να συμμετέχει υποχρεωτικά σε μία προαιρετική διαδικασία. Η Διαμεσολάβηση γίνεται μόνο αν εθελοντικά θελήσουν να συμμετέχουν και τα δύο μέρη στη διαδικασία.
Από το 2010 μέχρι και σήμερα έχουμε δει ελάχιστες Διαμεσολαβήσεις να λαμβάνουν χώρα, παρά το γεγονός ότι πολλοί εκ των δικηγόρων έχουν εκπαιδευτεί ως Διαμεσολαβητές, έχουν εκπαιδευτεί ως παραστάτες δικηγόροι σε μία Διαμεσολάβηση και παρά το γεγονός ότι έχουν πολλοί δικηγόροι αρθρογραφήσει για τα θετικά σημεία του θεσμού, και έχουν προβάλει τον θεσμό μέσα από αξιέπαινες πρωτοβουλίες. Η Διαμεσολάβηση αν θέλουμε να μιλούμε για πραγματικά νούμερα έχει «βαλτώσει». Πολλοί Διαμεσολαβητές εκπαιδεύτηκαν σε μία άκρως κοστοβόρα εκπαίδευση και δεν έχουν ακόμα καταφέρει να πραγματοποιήσουν ούτε καν μία Διαμεσολάβηση, όπως θα κληθούν να αναφέρουν στην ανάρτηση έκθεσης πεπραγμένων, όπως επιβάλλεται πλέον να γίνεται με το άρθρο 197 του Ν. 4512/2019 ετησίως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου.
Τον Ιανουάριο του 2018 μέσα από το δημοφιλές την εποχή εκείνη «πολυνομοσχεδίο» ψηφίστηκε και η αλλαγή του νόμου περί Διαμεσολάβησης.
Πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 182 του Ν. 4812/2018 προβλέπεται η «υποχρεωτικότητα» της Διαμεσολάβησης σε κάποιες υποθέσεις. Τι εννοούμε υποχρεωτικότητα:
- Πριν συζητηθεί μια υπόθεση στο δικαστήριο, υποχρεούνται τα μέρη να ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΝ να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης. Αν δεν λάβει χώρα αυτή η προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης μέσω της Διαμεσολάβησης, δεν θα μπορούν να προχωρήσουν στην ακροαματική διαδικασία και θα κρίνεται απαράδεκτη η δίκη στο δικαστήριο.
Οι διαφορές που υπάγονται στο ΠΡΟΣΤΑΔΙΟ της Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με το νέο νόμο είναι:
- α) Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας,
- β) Οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο,
- γ) Οι διαφορές από αμοιβές του άρθρου 622Α του ΚΠολΔ.
- δ) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές της παραγράφου 1 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ.
- ε) Οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών, οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων.
- στ) Οι διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.
- ζ) Οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις.
Όπως σε κάθε αλλαγή , έτσι και σε αυτή υπήρξαν αντιδράσεις και έριδες που δίχασαν μάλιστα το νομικό κόσμο, αναπτύσσοντας δύο ισχυρές θεωρίες: η θεωρία της υποχρεωτικής Διαμεσολάβησης,ως προσταδίου και η θεωρία της μη υποχρεωτικής Διαμεσολάβησης.
Καθότι οι αντιδράσεις ήταν έντονες, και ο Άρειος Πάγος γνωμοδότησε με πλειοψηφία κατά της διάταξης που θέσπιζε το υποχρεωτικό προστάδιο, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Καλογήρου κατέθεσε τροπολογία με την οποία αποφασίστηκε η αναστολή της εφαρμογής της υποχρεωτικότητας για την 16η Σεπτεμβρίου 2019, με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο χρόνος έχει περάσει και πλησιάζουμε προς την 16η Σεπτεμβρίου και θα πρέπει να δούμε τι ακριβώς προετοιμασία έγινε όλο αυτό το διάστημα και αν είμαστε έτοιμοι να υποδεχθούμε το νέο πλαίσιο της υποχρεωτικής Διαμεσολάβησης σε μία κατηγορία υποθέσεων ως υποχρεωτικού προσταδίου. Έγιναν αυτό το διάστημα βήματα μπροστά; Η απλά το ξεχάσαμε και θα το βρούμε μπροστά μας σαν ζήτημα μία μέρα πριν την εφαρμογή; Υπάρχουν χώροι ενδεδειγμένοι για να γίνονται Διαμεσολαβήσεις; Οι Δικηγορικού Σύλλογοι θα παραχωρούν χώρους για τον σκοπό αυτό; Ειδεμή, μία ενδεχόμενη ενοικίαση άλλων χώρων θα αυξήσει το κόστος της Διαμεσολάβησης , κάτι το οποίο είναι αποτρεπτικό για την εφαρμογή του θεσμού.
Επίσης, θα πρέπει να εστιαστεί το ενδιαφέρον μας στο να μην καταντήσει η υποχρεωτικότητα ως μία άλλη μορφή του παλαιού άρθρου 214Α ΚΠολΔ , όπου στην ουσία γινόταν μία τυπική διαδικασία παραλαβής ενός πρακτικού αποτυχίας της εξωδικαστικής επίλυσης, και προχωρούσαν οι αντίδικοι κανονικά σε δίκη. Κάτι τέτοιο θα αντίβαινε στη ratio της Διαμεσολάβησης και θα αποτελούσε ουσιαστικά την οριστική μη ορθή εφαρμογή ενός θεσμού που αξίζει να έχει θέση στο δικαιϊκό μας σύστημα.
Βρισκόμαστε σε ένα πολύ σημαντικό χρονικό σημείο, όπου οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών μπορούν και πρέπει να παίξουν ενεργό ρόλο, βοηθώντας στην επιτάχυνση και αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, αλλά βοηθώντας και τον κόσμο, το απλό πολίτη να βρει πιο άμεσα μία λύση.
Πχ κόκκινα δάνεια. Η Τραπεζική Διαμεσολάβηση μπορεί να βοηθήσει και να αποσυμφορήσει τα Δικαστήρια, ακόμα και τις διαδικασίες μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας ρύθμισης και να βρεθεί άμεσα μία ρεαλιστική λύση στην υπερχρέωση των οφειλετών. Θα πρέπει όμως και οι Τράπεζες που θα συμμετέχουν στην εν λόγω διαδικασία να είναι ευέλικτες και οι προτάσεις ρύθμισης να προκύπτουν από την εξέλιξη της Διαμεσολάβησης και όχι να είναι προτάσεις ρύθμισης προαποφασισμένες, βασιζόμενες στην αρχή «take it, or leave it».
O Οργανισμός Προώθησης Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΟΠΕΜΕΔ) καθώς και άλλοι φορείς όπως το Ελληνικό Κέντρο Εναλλακτικής Επίλυσης Χρηματοοικονωνμικών Διαφορών (ΕΚΕΕΧΔ) λαμβάνουν αξιέπαινες πρωτοβουλίες με μοναδικό στόχο την προώθηση της Διαμεσολάβησης.
Σε μία κοινωνία που βρίσκει αδιέξοδα, σε μία οικονομία που μέχρι χθες ήταν κατεστραμμένη και σήμερα ευμετάβλητη, αποτελεί βέλτιστο συμφέρον της ελληνικής πραγματικότητας η Δικαιοσύνη να εκσυγχρονιστεί και να επιταχυνθεί. Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση είναι έννοιες αλληλένδετες και όχι αλληλοσυγκρουόμενες. Εν αναμονή των εξελίξεων…
Πηγή: http://bit.ly/elliniki-pragmatikotita-gia-ti-Diamesolavisi
Σοφία Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Εφέταις (ΑΜ ΔΣΘ 9872), Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ