Ο ιρλανδικός νόμος περί Διαμεσολάβησης, που θεσπίστηκε το φθινόπωρο του 2017, τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιανουαρίου 2018. Σκοπός του νόμου είναι η προώθηση της Διαμεσολάβησης ως εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης των διαφορών. Οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες διαφορών, πλην εκείνων που υπάγονται στη διαιτησία, των εργατικών διαφορών και άλλων συγκεκριμένων εξαιρέσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος καθιερώνει αυξημένες υποχρεώσεις για τους δικηγόρους. Συγκεκριμένα, πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, οι δικηγόροι υποχρεούνται α) να ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με τη δυνατότητα επίλυσης των διαφορών τους μέσω της Διαμεσολάβησης, β) να τους παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την παροχή υπηρεσιών Διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των προσώπων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές, και γ) να τους ενημερώνουν για τα οφέλη της Διαμεσολάβησης και τα πλεονεκτήματα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών εν γένει. Πριν από την άσκηση της αγωγής, ο δικηγόρος υποχρεούται να καταθέσει ένορκη δήλωση ότι ο πελάτης του έχει ενημερωθεί για τα ανωτέρω. Η παράλειψη του δικηγόρου να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή έχει ως συνέπεια την αναβολή της δίκης μέχρι τη κατάθεση της δήλωσης.

Κατά τα λοιπά, η Διαμεσολάβηση παραμένει πλήρως εκούσια διαδικασία και τα μέρη, καταρχήν, δεν θα τιμωρούνται αν αρνούνται να συμμετάσχουν σε αυτή, εκτός αν η άρνηση είναι αδικαιολόγητη. Αν και ο νόμος δεν εξειδικεύει πότε η άρνηση συμμετοχής στη Διαμεσολάβηση είναι αδικαιολόγητη, τα δικαστήρια θα είναι μάλλον απρόθυμα να επιβάλουν ποινές στον διάδικο που δεν επιθυμεί να συμμετάσχει, δεδομένου ότι πρόκειται για πλήρως εκούσια διαδικασία, από την οποία τα μέρη μπορούν να αποχωρήσουν οποτεδήποτε.

Ο νόμος αναγνωρίζει ότι η Διαμεσολάβηση –συμπεριλαμβανομένων των συζητήσεων, των εγγράφων, των σημειώσεων και των αρχείων που σχετίζονται με αυτή– είναι απόλυτα εμπιστευτική διαδικασία. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας απαγορεύεται να αποκαλυφθούν είτε σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία είτε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της Διαμεσολάβησης αποτελεί ένα από τα βασικά πλεονεκτήματά της και είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τα μέρη που δεν επιθυμούν την αποκάλυψη ευαίσθητων –εμπορικά ή μη– πληροφοριών. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια εναλλακτική επιλογή για τα μέρη που προτιμούν να αποφύγουν τη δημοσιότητα μιας δίκης.

Τα μέρη της Διαμεσολάβησης διατηρούν τον πλήρη έλεγχο της διαδικασίας και είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν να ακολουθήσουν τη μορφή Διαμεσολάβησης που εξυπηρετεί καλύτερα τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Εναπόκειται στα μέρη να καθορίσουν εάν και πότε έχει επιτευχθεί συμφωνία στο πλαίσιο της Διαμεσολάβησης, καθώς και αν αυτή θα είναι εκτελεστή. Ωστόσο, ο νόμος καταρχήν προβλέπει ότι οποιαδήποτε συμφωνία που απορρέει από τη Διαμεσολάβηση θα είναι δεσμευτική, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν αλλιώς, ενώ κάθε μέρος θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το δικαστήριο την εκτέλεση των όρων της.

Ο νόμος εισάγει, επίσης, ένα υποχρεωτικό καθήκον, κατά το οποίο τόσο τα μέρη όσο και ο Διαμεσολαβητής οφείλουν να καταβάλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να ολοκληρώσουν τη Διαμεσολάβηση ταχέως και με τρόπο που θα περιορίσει το κόστος επίλυσης της διαφοράς στο ελάχιστο.

Ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων, προβλέπεται ότι από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη Διαμεσολάβηση και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία σταματά να τρέχει ο χρόνος παραγραφής έναντι όλων των μερών. Ως εκ τούτου, τα μέρη δεν θα υποστούν αρνητικές συνέπειες, αν επιχειρήσουν να επιλύσουν αρχικά τη διαφορά τους μέσω της Διαμεσολάβησης, πριν προσφύγουν στα δικαστήρια.

Οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης διαφορών, ιδίως η Διαμεσολάβηση, έχουν γίνει ολοένα και πιο δημοφιλείς κατά την τελευταία δεκαετία και πλέον θεωρούνται ως αποτελεσματικές και οικονομικά αποδοτικές εναλλακτικές λύσεις αντί της επίλυσης των διαφορών μέσω του δικαστικού συστήματος. Ειδικότερα, η τάση αυτή σε σχέση με τη Διαμεσολάβηση αναμένεται να συνεχιστεί και μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, ο οποίος αποσκοπεί τόσο στο να προσφέρει κίνητρα όσο και στο να ενθαρρύνει τα μέρη να επιλύουν τις διαφορές τους χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από μια δαπανηρή δικαστική διαδικασία. Με το να επιβάλει στα μέρη τη νομική υποχρέωση να λάβουν εκ των προτέρων υπόψη τη Διαμεσολάβηση, ο νόμος αναμένεται να συμβάλλει επίσης, στην άρση κάθε αντίληψης ότι μια πρόταση προσφυγής στη Διαμεσολάβηση θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να θεωρηθεί ως ένδειξη αδυναμίας ενός εκ των μερών.

Πηγή: https://www.lexology.com/library/detail.aspx?g=420028c9-6b21-4991-9bd9-246d8821c864

Βασιλική Κουμπλή
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια