Το 2015 έκανε την εμφάνισή του ο Νόμος 4335/2015, εισάγοντας 2 διατάξεις στον ΚΠολΔ που θέτει σε εναρμόνιση την ελληνική πολιτική δικονομία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, σε ό,τι αφορά την ενθάρρυνση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών ιδιωτών. Ο τρόπος που τέθηκε, παρά το γεγονός, ότι, σε αντίθεση με νεώτερες προσπάθειες ενθάρρυνσης του θεσμού της Διαμεσολάβησης, τότε υπήρξε θετικής αποδοχής, εντούτοις δεν ήταν αποτελεσματικός, διότι κυρίως σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ο δικαστής αποκτά το πρώτον επαφή με την επίδικη διαφορά.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 214 Γ περί προσφυγής στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, προβλέπεται η πρόταση από το Δικαστήριο στους διαδίκους να προσφύγουν στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης αν αυτό ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων της εκάστοτε υπόθεσης, πρόταση που προβλεπόταν με τον αρχικό Νόμο που εισήγαγε τη Διαμεσολάβηση, 3898/2010 άρθρο 3 παρ.2. Έτσι, συνακόλουθα προβλέπονται και οι όροι μίας τέτοιας προσφυγής, αν γίνει δεκτή η πρόταση αυτή του Δικαστηρίου, ήτοι η αναβολή της υπόθεσης για διάστημα 3ων μηνών, η κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚπολΔ ματαίωση της συζήτησης σε περίπτωση που συμφωνηθεί η προσφυγή των διαδίκων στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, ενώ αντίγραφο της συμφωνίας κατατίθεται στη Γραμματεία του δικαστηρίου και επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας.
Το εν λόγω άρθρο αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 116 Α ΚπολΔ, ανάγοντας σε θεμελιώδη δικονομική αρχή την εξάντληση των περιθωρίων για την εξωδικαστική – συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, που συνάδει στην αρχή της οικονομίας της δίκης, και με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης ακολούθησε τη σύγχρονη διεθνή τάση. Στον ΚΠολΔ υπάρχουν και άλλες προβλέψεις για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών, και συγκεκριμένα τα άρθρα 205, 214 Α και 293 ΚΠολΔ για το συμβιβασμό με πρωτοβουλία των διαδίκων ή τη μεσολάβηση του Ειρηνοδίκη, κατά το άρθρο 209 ΚΠολΔ. Είναι όμως ενδεδειγμένη η διαφοροποίηση των ανωτέρω με τη διάταξη του άρθρου 214 Β ΚΠολΔ περί δικαστικής μεσολάβησης.
Λεκτέο είναι, ότι κατά την τακτική διαδικασία, η πρώτη επαφή που γίνεται από το Δικαστήριο μίας επίδικης υπόθεσης, μέσω του φακέλου της δικογραφίας, και μάλιστα κατά την κορύφωση της αντιδικίας των μερών, δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώρια για πρόταση του Δικαστηρίου για προσφυγή της Διαμεσολάβησης και αυτό γιατί στη φάση αυτή ο Δικαστής γνωρίζει τα στοιχεία της υπόθεσης και πολύ δύσκολα μπορεί να πείσει τους διαδίκους για μία τέτοια προσφυγή. Άρα, οι διάδικοι περιμένουν μόνο την απόφαση του Δικαστηρίου και έτσι νομοτελειακά απουσιάζει οποιαδήποτε προπαρασκευή της συζήτησης και επαφής μεταξύ των παραγόντων της δίκης και του δικαστηρίου.
Συνοψίζοντας, οι διατάξεις του άρθρου 214Γ & 116Α ΚΠολΔ στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας μένουν κενό γράμμα και όλως ανεφάρμοστες, διότι όταν η υπόθεση έρχεται «στα χέρια» του Δικαστή, είναι αργά πλέον για εξωδικαστική επίλυση διαφοράς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Πηγή: Άννα Εμ. Πλεύρη – Δικηγόρος Ελλάδος και Κύπρου, Δ.Ν., Λέκτορας Ιδιωτικού Δικαίου και ADR της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών και Διαιτητής
Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Δ.Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ, GDPRspec./DPOexec.