Εισαγωγή

[1]

Στο γνωστό ζωγραφικό πίνακα η «κυρία με τη ζυγαριά», του Ολλανδού «αρχιτέκτονα του φωτός», Johannes Vermeer, έτος 1664, αντιπαραβάλλεται η γνωστή ήρεμη γυναικεία μορφή που κρατά απαλά μια ζυγαριά με τον πίνακα της Τελικής Κρίσεως, που εμπεριέχεται μέσα στο έργο, υποδηλώνοντας ότι στάθμιση και κρίση συσχετίζονται. Οι πλάστιγγες της ζυγαριάς βρίσκονται σε ισορροπία ως προέκταση της σταθερότητας και ηρεμίας της γυναίκας, ενώ αμυδρό φως μπαίνει από το παράθυρο και φωτίζει τη σκηνή. Επάνω στο τραπέζι προβάλουν μαργαριτάρια και χρυσάφι, ως σύμβολα ενάρετων πράξεων ή της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και των σφαλμάτων;

Η «κυρία με τη ζυγαριά» προσωποποιεί για άλλους τη γλυκιά μεσολαβήτρια μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, την Παρθένο Μαρία, εξάλλου η ίδια η έννοια του «Μεσολαβητή» έχει συνδεθεί και με θεολογικές προεκτάσεις. Για άλλους, η «κυρία με τη ζυγαριά» απεικονίζει την ίδια την ιδέα της Δικαιοσύνης, λειτουργώντας ως μια ευγενική υπόμνηση και προτροπή  για μετριοπάθεια και ειρήνη. [2]

  1. I) Διαμεσολάβηση και Δεοντολογία

Η Διαμεσολάβηση, εντασσόμενη συστηματικά στο πλαίσιο της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, είναι μια εκούσια, συναινετική, εμπιστευτική διαδικασία, κατά την οποία τα μέρη μιας αστικής ή εμπορικής διαφοράς και οι δικηγόροι τους, με την παρουσία τρίτου, ανεξαρτήτου, αμερόληπτου και ουδέτερου προσώπου, του Διαμεσολαβητή, αναπτύσσουν διεξοδικά τα ζητήματα που ανέκυψαν μεταξύ τους και αφού διερευνήσουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις, επιχειρούν να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, προσανατολισμένη στις πραγματικές ανάγκες και συμφέροντά τους.

Συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, ο θεσμός της Διαμεσολάβησης συνδέεται αμιγώς με την πρωτοβουλία των μερών και αποτελεί εξέχουσα έκφραση της ιδιωτικής αυτονομίας και βούλησης, η οποία στηρίζεται στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και στην κατοχυρωμένη συνταγματικά αξία του ανθρώπου, καθώς και στην ειδικότερη έκφανση της, την ελευθερία των συμβάσεων. Ο εκούσιος χαρακτήρας της προσφυγής στη Διαμεσολάβηση αφορά την πρωτοβουλία των μερών για τη σύναψη ή μη συμφωνίας και την δυνατότητα αποχώρησης τους από τη διαδικασία σε κάθε στάδιο της χωρίς αιτιολογία.

Συγχρόνως η Διαμεσολάβηση καλλιεργεί την αυτουπεύθυνη στάση των εμπλεκόμενων μερών απέναντι στη σύγκρουση, μέσω της ανάληψης ιδίας ευθύνης και της προσωπικής τους συμμετοχής, σε έκταση και βάθος στην διαφορά που ανέκυψε μεταξύ τους, καθώς και στην αναζήτηση συναινετικής επίλυσής της. Ο αυτοκαθορισμός επομένως και η συμμετοχή των μερών ανάγονται σε κρίσιμα στοιχεία στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης που τη διακρίνουν από άλλες μεθόδους επίλυσης διαφορών.[3]

Η  Διαμεσολάβηση, ως ιδιωτική διαδικασία, στηρίζεται στη βάση της εμπιστοσύνης. Η αξία της εμπιστοσύνης είναι τόσο καίρια σε κάθε είδους σχέση, ώστε δικαίως θεωρείται ως «νέο νόμισμα». Για να λειτουργήσει η Διαμεσολάβηση τα μέρη θα πρέπει να εμπιστευτούν τη διαδικασία με την οποία αυτή θα διενεργηθεί, ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστούν, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της. Τα μέρη επίσης πρέπει να εμπιστευτούν το Διαμεσολαβητή, να εκμυστηρευτούν σε αυτόν πτυχές της διαφοράς τους που ενδεχομένως δεν θα αποκάλυπταν, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του Διαμεσολαβητή να αποτελεί ταυτόχρονα τη λυδία λίθο, πάνω στην οποία δοκιμάζεται η επιτυχία της διαδικασίας, καθώς και το θεμέλιο, ακρογωνιαίο λίθο στον οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα της Διαμεσολάβησης. Απότοκος της εδραίωσης εμπιστοσύνης είναι η εχεμύθεια όλων των συμμετεχόντων στη διαδικασία. Ο ρόλος επομένως του Διαμεσολαβητή στην επικοινωνία των μερών και τη λήψη αποφάσεων από αυτά, είναι καταλυτικός και κομβικός.

Η επαγγελματική ιδιότητα του Διαμεσολαβητή προϋποθέτει μια σειρά τυπικών προσόντων, όπως είναι, η επαγγελματική κατάρτιση, η εκπαίδευση, η πιστοποίηση του από έγκυρο φορέα εκπαίδευσης και διαπίστευσης, μέσω της θεσμικά κατοχυρωμένης διαδικασίας, ως τεκμήριο υψηλής και προσήκουσας ποιότητας παρεχομένων υπηρεσιών[4] και η εγγραφή του στο τηρούμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης Μητρώο Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις του Νόμου 3898/2010 (ΦΕΚ Α’ 211 16.12.2010) με τίτλο «Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής «Νόμος 3898/2010») σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 με τίτλο «Προσόντα» του Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, όπως θα αναλυθεί πιο κάτω.[5]

Καθώς όμως η Διαμεσολάβηση στον πυρήνα της είναι μια δεξιότητα που αποσκοπεί να διευκολύνει τα μέρη να επικοινωνήσουν και συμφωνήσουν μεταξύ τους μια κοινά αποδεκτή και ως εκ τούτου δεσμευτική λύση, «βοήθεια στην αυτοβοήθεια» όπως χαρακτηριστικά λέγεται, ο Διαμεσολαβητής καλείται να επιστρατεύσει μια σειρά από ικανότητες, υπό την έννοια των αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς, που απαιτούνται για την επιτυχή ολοκλήρωση μιας εργασίας. Oι ικανότητες αυτές αφορούν συγκεκριμένα:  το σχεδιασμό, την οργάνωση, διαχείριση της διαδικασίας, την ενσυναίσθηση, την υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των μερών, την επιλογή των κατάλληλων τεχνικών διαπραγμάτευσης, τη δημιουργικότητα, τη διευκόλυνση των μερών να καταλήξουν σε συμφωνία μεταξύ τους κά. Μάλιστα, ο Διαμεσολαβητής υποχρεούται να εξασκεί διαρκώς τις ανωτέρω ικανότητες μέσα σε ένα πλαίσιο συνεχούς ενημέρωσης, μετεκπαίδευσης, αλλά και προσωπικής ανάπτυξης και αυτοβελτίωσης (άρθρο 1 παρ. 1 Κώδικα Δεοντολογίας Διαπ. Διαμεσολαβητών και Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών). [6]

Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και ψυχοσύνθεσης του, καθώς και της υπακοής του σε αρχές και αξίες που αναλύονται στη συνέχεια, σκιαγραφούν το πρότυπο του ιδανικού Διαμεσολαβητή.

Ο Διαμεσολαβητής, έχει χαρακτηριστεί ως «διευκολυντής εύρεσης λύσεων», «διαβιβαστής (άγγελος)», «συντονιστής», «κοινωνικός λειτουργός», «ισορροπιστής» και «γεφυροποιός». Κάθε γέφυρα όμως, ως αρχιτεκτονική κατασκευή με την οποία επιτυγχάνεται ζεύξη δύο ή περισσοτέρων σημείων υπεράνω μεσολαβούντος εμποδίου (φυσικού ή τεχνικού), χρειάζεται πυλώνες στήριξης, κατάστρωμα και αντίβαρα εκατέρωθεν αυτής, ώστε να μην είναι μετέωρη και αίολη.[7] Για να εκπληρώσει με επιτυχία την πολυσύνθετη αποστολή του, ο Διαμεσολαβητής χρειάζεται εργαλεία, όπως σχηματικά μια πυξίδα, έναν καθοδηγητικό φάρο με κατεύθυνση την επικοινωνία προς αναζήτηση της συναίνεσης, ή μια μπαγκέτα όμοια με αυτή ενός μαέστρου-διευθυντή ορχήστρας που ελέγχει το ρυθμό και τη δυναμική της μουσικής, ενθαρρύνοντας τους μουσικούς σε μια αρμονική εκτέλεση. Τέλος, χρειάζεται μια ζυγαριά με τις πλάστιγγες της σε πλήρη ισορροπία, ως αντικατοπτρισμό της εσωτερικής ισορροπίας του Διαμεσολαβητή και του αποτελέσματος της αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας των μερών (win win solution).

Υπό την παραδοχή ότι μια υπέρμετρη τυπικότητα της διαδικασίας ενδεχομένως θα αποτελούσε εμπόδιο, λειτουργώντας αποτρεπτικά στην προσπάθεια επικοινωνίας και αναζήτησης λύσης της διαφοράς από ίδια τα μέρη, απουσιάζουν από τη Διαμεσολάβηση αυστηροί διαδικαστικοί κανόνες διεξαγωγής της όπως είναι, η τήρηση προθεσμιών, τύπων και συγκεκριμένων δικονομικών προϋποθέσεων, σε αντιπαραβολή με τη διαγνωστική διαδικασία που ορίζεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ΚΠολΔ. Εξάλλου, η Διαμεσολάβηση ως ιδιωτική διαδικασία θα πρέπει να προσφέρει ρεαλιστική εναλλακτική λύση έναντι της δικαστικής οδού, επιλύοντας προβλήματα που εμφανίζονται κατά τη δικαστική διαδικασία, όπως καθυστερήσεις, μεγάλο οικονομικό κόστος, περίπλοκη δικονομία. Επομένως η απλότητα και η προσαρμοστικότητα της στις εκάστοτε ανάγκες των μερών, σε συνδυασμό με το χαμηλό αναλογικά κόστος της, αποτελεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα.

Η ευελιξία αυτή συνεπάγεται ένα εύρος επιλογών και περιθώρια διακριτικής ευχέρειας από την πλευρά του Διαμεσολαβητή, ώστε να μπορεί να προσαρμόζει τη διαδικασία στις ανάγκες και τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά της κάθε διαμεσολάβησης in concreto και να προσφέρει ταχύ, οικονομικό και αποτελεσματικό έργο. Είναι όμως απεριόριστη η αυτονομία του Διαμεσολαβητή ή ένα “privilegium odiosum” ; [8]

Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί αρχικά στη βούληση του έλληνα νομοθέτη και τη ratio των ρυθμίσεων που διέπουν τη Διαμεσολάβηση στη χώρα μας, όπως αποτυπώνονται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3898/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη του άρθρου 8 του νόμου με τίτλο «Διαδικασία» : «Η έλλειψη, σε κάποιο βαθμό, τυπικότητας δεν πρέπει, πάντως, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με την απουσία δικαιοκρατούμενης διαδικασίας. Η διαμεσολάβηση δεν βρίσκεται πέραν και υπεράνω του δικαίου. Κατά τη διάρκειά της πρέπει να γίνονται σεβαστές και να διαφυλάσσονται θεμελιώδεις δικονομικές κατακτήσεις, όπως η ισότητα των μερών η ανεξαρτησία και αμεροληψία του διαμεσολαβητή, χωρίς τη συνδρομή των οποίων κινδυνεύει η επίτευξη του σκοπού της διαμεσολάβησης.»

Το Δίκαιο συμμετέχει υποστηρικτικά στη διαδικασία, ενσωματώνεται δημιουργικά σε αυτή ελέγχοντας το εύλογο και την εγκυρότητα της συμφωνίας που θα επιτευχθεί, διαπλάθοντας αλλά και εξελίσσοντας μελλοντικά τις βιώσιμες σχέσεις των μερών. Με τον τρόπο αυτό η Διαμεσολάβηση είναι ετερόφωτος θεσμός, που γίνεται αντιληπτός καθώς το φως του Δικαίου αντανακλάται και διέρχεται μέσω αυτής, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση για τις «Σκιές του Δικαίου». [9]

Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίες οι θεσμικές εγγυήσεις που θα διασφαλίσουν ομοιόμορφα την ποιότητα της διαδικασίας Διαμεσολάβησης και θα εγγυηθούν μια δίκαιη και χρηστή διαδικασία.

Ιστορικά, παράλληλα με τα νομοθετήματα που διαμόρφωσαν την εναλλακτική επίλυση διαφορών υιοθετήθηκαν και Κώδικες Δεοντολογίας που διαμόρφωσαν τους πυρήνες των γενικών αρχών.  

Αρχικά, ως «δεοντολογία» νοείται ένα σύνολο κανόνων που προσδιορίζει τη συμπεριφορά μίας κατηγορίας ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα (πχ δικηγόροι, δικαστές, ιατροί, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι). Ο όρος «δεοντολογία» προκύπτει από τη σύνθεση του «δέοντος» που σημαίνει «αυτό που πρέπει να γίνει» και του όρου «λόγος» που σημαίνει «επιστήμη», διδασκαλία ή υπόδειξη των δεόντων.[10] Συνακόλουθα οι Κώδικες Δεοντολογίας περιλαμβάνουν κανόνες δικαίου και ηθικές επιταγές που εμπεριέχουν αξιολογικές κρίσεις για τις έννοιες του «καλού» και «κακού» κατά την άσκηση ορισμένης δραστηριότητας.  Οι κανόνες δεοντολογίας δεν πρέπει να ταυτίζονται με τους νομικούς κανόνες, αν και μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στη νομοθεσία, καθώς υφίστανται αυτοτελώς από την ενσωμάτωσή αυτή, αλλά κυρίως επειδή η βασική τους αποστολή είναι, μέσω επιταγών, περιορισμών και απαγορεύσεων, να ενθαρρύνουν την οικειοθελή αυτοδέσμευση σε ηθικές αρχές και αξίες, διαμορφώνοντας το πλαίσιο της αποδεκτής συμπεριφοράς (“soft law”).

Στο χώρο της Διαμεσολάβησης, η έκδοση κωδίκων δεοντολογίας εκλαμβάνεται νομοθετικά ως εργαλείο για τη διασφάλιση της ποιότητας της Διαμεσολάβησης.[11]

  1. II) Κώδικας Δεοντολογίας Διαπ. Διαμεσολαβητών – θέσπιση

Ο Ν. 3898/2010 θεσμοθετεί τις εθνικές διαδικασίες Διαμεσολάβησης, προσαρμόζοντας την Ελληνική Νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής «Οδηγία 2008/52/ΕΚ»). Διευκρινίζεται ότι στόχος της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στην ΕΕΔ, η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη Διαμεσολάβηση, μέσω της εξασφάλισης ότι τα μέρη μπορούν να βασίζονται σε προβλέψιμο νομικό πλαίσιο και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών.

Συγκεκριμένα, ο έλληνας νομοθέτης, κατ ’επιλογήν της Πολιτείας και υπερβαίνοντας τις ελάχιστες απαιτήσεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, επέλεξε τη νομοθετική ρύθμιση των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων των Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, προβλέποντας στο άρθρο 7 παρ. 2 εδ.΄ β και γ΄ του ως άνω Νόμου αφενός, τη θέσπιση υποχρεωτικού Κώδικα Δεοντολογίας για τους διαπιστευμένους Διαμεσολαβητές και αφετέρου, τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την επιβολή κυρώσεων από την παράβαση των ρυθμίσεων του Κώδικα, αντίστοιχα.[12]

Αναλυτικότερα, σε εκτέλεση της ανωτέρω διάταξης, εκδόθηκε η Y.A. 109088/2011 Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο: «Διαδικασία αναγνώρισης τίτλων διαπίστευσης διαμεσολαβητών – Θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας διαπιστευμένων διαμεσολαβητών και Καθορισμός κυρώσεων για παραβάσεις αυτού», όπως ισχύει τροποποιημένη με την υπ’ αριθ. 107309/2012 Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. Β’ 3417/21.12.2012.)

Ήδη από την ανάγνωση του τίτλου του Κώδικα Δεοντολογίας γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για δεσμευτικό νομοθετικό κείμενο, η τήρηση του οποίου είναι υποχρεωτική για τους Διαμεσολαβητές, ενώ η παραβίαση αυτού συνεπάγεται κυρώσεις.

Ο Κώδικας περιλαμβάνει με περιεκτικό τρόπο, στο σύνολο των πέντε άρθρων του, συνδυασμό τόσο των διαδικαστικών κανόνων για τη διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης (άρθρα 1,3 και 5) όσο και των γενικών αρχών που τη διέπουν (άρθρα 2 και 4), κωδικοποιώντας αρχές και κανόνες ρύθμισης της συμπεριφοράς των Διαμεσολαβητών.

Ο Διαμεσολαβητής οφείλει να τηρεί τις θεσμικές εγγυήσεις που εξασφαλίζουν τη δίκαιη και χρηστή διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης, όπως προβλέπονται στον Κώδικα Δεοντολογίας με μια σειρά υποχρεώσεων και την τήρηση προτύπων και γενικών αρχών.[13] Συγκεκριμένα,

Καθήκοντα του Διαμεσολαβητή

Ο Διαμεσολαβητής υποχρεούται να εξασκεί τα καθήκοντά του με τρόπο «κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο», υποχρέωση που συνδέεται με την ιδιότητά του ως τρίτου προσώπου από το οποίο ζητείται να αναλάβει τη Διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τον οικείο νομικό ορισμό. [14]

Ειδικότερα, η αρχή της ανεξαρτησίας, ουδετερότητας και αμεροληψίας του Διαμεσολαβητή υπαγορεύει την παντελή έλλειψη κάθε προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης με τα μέρη και την απουσία οποιουδήποτε οικονομικού ή μη, άμεσου ή έμμεσου συμφέροντος από την έκβαση, που θα δημιουργούσε θεωρητική ή πραγματική σύγκρουση συμφερόντων. Πρακτικά η αμεροληψία αφορά τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί και συμπεριφέρεται στα μέρη ο Διαμεσολαβητής, ενώ η ουδετερότητα στην ύπαρξη ενδιαφέροντος για το αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης. Ο Διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να αναλάβει ή να συνεχίσει εργασία αν δεν γνωστοποιήσει προηγουμένως τυχόν περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν  την ανεξαρτησία του ή να προκαλέσουν την εντύπωση επηρεασμού από αυτές. Η ενδελεχής ενημέρωση των μερών από τον Διαμεσολαβητή κρίνεται απαραίτητη ώστε να μπορέσουν να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του κωλύματος και να επιλέξουν την ανάθεση ή μη της διαφοράς τους σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή η ανάληψη ή συνέχιση των καθηκόντων του τελεί υπό τον όρο της υποχρέωσης προηγούμενης εξακρίβωσης από τον ίδιο της παντελούς έλλειψης επηρεασμού του και της ρητής συγκατάθεσης των μερών.

Επιπλέον ο Διαμεσολαβητής οφείλει να ενεργεί με τέτοιο τρόπο που να επιβεβαιώνει την απόλυτη ανεξαρτησία και αμεροληψία του, μεριμνώντας για την ισότιμη αντιμετώπιση των μερών χωρίς προκαταλήψεις, εφαρμόζοντας τον κανόνα της τήρησης ίσων αποστάσεων. Να είναι αντικειμενικός, έχοντας «και τις δυο πλευρές και τις δυο απόψεις σε συνεχή επεξεργασία»[15]. Η εφαρμογή των αρχών αυτών δεν συνεπάγεται για το Διαμεσολαβητή την απουσία συναισθημάτων ή την αδυναμία διαμόρφωσης άποψης. Επιβάλει όμως την παντελή έλλειψη επηρεασμού από οποιαδήποτε προκατάληψη, συμπάθεια ή εύνοια, ιδεολόγημα, επιρροή, την αποφυγή έγερσης οποιασδήποτε υπόνοιας μεροληψίας, ώστε να διευκολύνει με ισότιμο και αντικειμενικό τρόπο τα μέρη να συμφωνήσουν.

H ανεξαρτησία, ουδετερότητα και αμεροληψία του Διαμεσολαβητή διακρίνεται από το επιβαλλόμενο καθήκον αποστασιοποίησης του Δικαστή, ο οποίος συμμετέχει στην επίλυση της διαφοράς των μερών με την έκδοση της απόφασης· η ρωμαϊκή Justicia απεικονίζεται συμβολικά με δεμένα τα μάτια για να εκφράσει την αντικειμενικότητά της και την ανεπηρέαστη κρίση της. Ο Διαμεσολαβητής εκδηλώνει έμπρακτο ενδιαφέρον να συνδράμει, χρησιμοποιεί την ενεργητική προς τούτο ακρόαση – «μίλησέ μου, για να μπορέσω να σε δω» κατά τον Σωκράτη-, ώστε να «βγάλει από τη διαφορά το κεντρί με το δηλητήριο», όπως λέγεται, που θα οδηγήσει τα μέρη στη συναισθηματική αποφόρτιση και στην αναζήτηση αμοιβαίας συμφωνίας. Με αυτό τον τρόπο ο Διαμεσολαβητής προσεγγίζει  το πρότυπο της αρχαιοελληνικής Θέμιδος η οποία είναι μια ευπροσήγορη και προσηνής κόρη με ανοιχτά μάτια και απλωμένα χέρια προς τον άνθρωπο ως κάλεσμα αλτρουισμού και επιείκειας προς τον άνθρωπο[16] (άρθρο 2 του Κώδικα με τίτλο «Ανεξαρτησία και Αμεροληψία, όμοια διατύπωση και στο άρθρο 2 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών»).

Ακολούθως ο Κώδικας Δεοντολογίας εξασφαλίζει τη δίκαιη διαδικασία στην παρ. 2 του άρθρου 3 με τίτλο «ευθιδικία», με αντίστοιχο αγγλικό όρο «Fairness of the process» που απαντάται στο σχετικό άρθρο του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας. Ο όρος «ευθιδικία» σημαίνει κυριολεκτικά την ορθή, δίκαιη κρίση. Η χρήση του όρου στη Διαμεσολάβηση αναφέρεται στην υποχρέωση του Διαμεσολαβητή να εξασφαλίζει ότι η διαδικασία θα είναι δίκαιη, επιτρέποντας σε κάθε µέρος να έχει επαρκή δυνατότητα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις, να προσκομίζει κάθε απαραίτητη πληροφορία, να αναπτύσσει τις θέσεις του και να προτείνει λύσεις, με ισότιμο τρόπο και χωρίς διαφοροποιήσεις εκ μέρους του Διαμεσολαβητή. Η ευθυδικία αποτελεί την ισοδύναμη στην ιδιωτική διαδικασία της Διαμεσολάβησης ισηγορία στην ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία, το αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα ισότητας (άρθρο 4 Σ) που εξειδικεύεται στην αστική δίκη ως ισότητα των διαδίκων/όπλων και δικαίωμα εκατέρωθεν ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 1 Σ, 6παρ. 1 ΕΣΔΑ και 110 ΚΠολΔ), ως θεμέλια της χρηστής και δίκαιης δίκης.

Απόρροια της ευθιδικίας είναι η δυνατότητα του Διαμεσολαβητή να περατώσει τη Διαμεσολάβηση, αφού προηγουμένως ενημερώσει τα μέρη, στις οριζόμενες περιπτώσεις: εφόσον η διαφαινόμενη διευθέτηση είναι μη εκτελεστή ή παράνομη ή εκτιμά ότι η συνέχιση της διαδικασίας δεν θα οδηγήσει στη διευθέτηση της διαφοράς. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του θεσμού με την κατάρτιση ρεαλιστικών συμφωνιών που θα δύνανται να εκτελεστούν.

Βασικός πυλώνας της Διαμεσολάβησης είναι η θέσπιση της αρχής της εμπιστοσύνης και της εμπιστευτικότητας, με τη συνεπακόλουθη απαγόρευση κοινοποίησης των στοιχείων και πληροφοριών στη δικαστική διαδικασία ή σε διαιτησία παρά μόνο για τις προβλεπόμενες νομοθετικά εξαιρέσεις ή για λόγους δημοσίας τάξης. Η εχεμύθεια αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του Διαμεσολαβητή, η οποία διαφυλάττει το απόρρητο της ίδιας της διενέργειας Διαμεσολάβησης, της διαδικασίας και της συμφωνίας (εκτός εάν η κοινολόγηση επιβάλλεται για την εκτέλεση της), καθώς των πληροφοριών που αποκαλύπτονται κατά τη διαδικασία αυτής. Ακολούθως, κάθε πληροφορία η οποία κοινολογείται εμπιστευτικά στο Διαμεσολαβητή από το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να κοινολογείται στο έτερο χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του (άρθρο 4 του Κώδικα με τίτλο «Εχεμύθεια και αντίστοιχο άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας»).[17]

Ο Κώδικας Δεοντολογίας ως δεσμευτικό νομικό κείμενο που περιέχει κανόνες δικαίου προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για την παραβίαση των διατάξεών του. Αρμόδιος για την επιβολή κυρώσεων είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών.[18] Προβλεπόμενη κύρωση εις βάρος του Διαμεσολαβητή για την παραβίαση των επιβαλλόμενων από τον Κώδικα Δεοντολογίας υποχρεώσεών του είναι η ανάκληση της διαπίστευσης, η οποία διακρίνεται σε προσωρινή ή οριστική, με κριτήρια τη βαρύτητα της παραβίασης και την καθ’ υποτροπή συμπεριφορά του Διαμεσολαβητή (άρθρο 5 με τίτλο «Κυρώσεις»).[19]

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας των Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών επιτελεί σύνθετη λειτουργία:

1ον) Εξασφαλίζει την εμπέδωση της εμπιστοσύνης, την πλήρη και επακριβή ενημέρωση των μερών για τα χαρακτηριστικά και τις παραμέτρους της διαδικασίας, ώστε να αναπτύξουν ελεύθερα τη βούλησή τους και να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς και την ισορροπία στις σχέσεις του Διαμεσολαβητή με τα μέρη. Με τον τρόπο αυτό η διαδικασία της Διαμεσολάβησης ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μερών για δίκαιη και αποτελεσματική διευθέτηση της διαφοράς τους.

2ον) Πραγματώνεται ο σκοπός της Διαμεσολάβησης μέσω της κατανόησης και υιοθέτησης των αρχών της, και

3ον) Προστατεύει το Διαμεσολαβητή μέσω αφενός του τρίπτυχου ερμηνεία-καθοδήγηση-ρύθμιση, αφετέρου, της οριοθέτησης της ευθύνης του σε κατά το δυνατόν προκαθορισμένο πλαίσιο, αλλά και της πρόβλεψης συγκεκριμένων κυρώσεων για την απευκταία περίπτωση της παραβίασης των διατάξεών του.[20]

Κάθε αναφορά σε δεοντολογικούς κανόνες συνδέεται εξ ορισμού με τις ηθικές διαστάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι οποίες παραμένουν αρρύθμιστες από τους κανόνες δικαίου, «αποτυπώνοντας το όραμα του άριστου», όπως λέγεται. Καθίσταται σαφές ότι, πέραν των ανωτέρω αρχών της επαγγελματικής ηθικής που ήδη αναλύθηκαν, ο Διαμεσολαβητής οφείλει να διαθέτει και ηθική σκευή, αρχές δηλαδή προσωπικής ηθικής η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη δεοντολογία. Να διαθέτει ακόμη ακεραιότητα χαρακτήρα, αποτελώντας πρότυπο συμπεριφοράς ως προς την τιμιότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα και ευπρέπεια, καθώς και να εμφορείται από το πνεύμα συμφιλίωσης και ειρήνευσης.

Επιπλέον ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να συμμορφώνεται με το Σύνταγμα, τους νόμους και να εφαρμόζει υπέρτατες συνταγματικές αρχές και αρχές δικαίου, όπως η καλή πίστη.

Ο σεβασμός των αρχών και αξιών αυτών σε συνδυασμό με τα ως άνω χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, περιβάλλουν το Διαμεσολαβητή με το μανδύα του κύρους, η ύπαρξη του οποίου είναι απαραίτητη τόσο για την επιλογή του προσώπου από τα μέρη και την ανάθεση της διαφοράς σε αυτόν, όσο και για την  εκτέλεση των καθηκόντων του. Η διαφύλαξη του κύρους συνεπάγεται από την πλευρά του την αποφυγή κάθε πλήγματος της εντιμότητάς του και καταστάσεων όπως, για παράδειγμα αποδοχή δώρων ή επιρροή από τρίτα πρόσωπα, που δύναται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα και αμεροληψία του.

H υπακοή στους κανόνες αυτούς οφείλει να μη γίνεται περιοριστικά μόνο κατά τη διενέργεια της διαδικασίας Διαμεσολάβησης, αλλά και κατά το στάδιο που προηγείται αυτής και ακολούθως μετά την ολοκλήρωσή της. Ο Διαμεσολαβητής οφείλει να γνωρίζει ότι η συμμόρφωσή του με τους κανόνες αυτούς ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στο έργο του, γεγονός που αποκτά βαρύνουσα σημασία δεδομένου του ιδιωτικού χαρακτήρα της διαδικασίας επίλυσης διαφορών στη Διαμεσολάβηση.

Ακόμη περισσότερο, η υπακοή στους δεοντολογικούς κανόνες θα πρέπει να είναι διαρκής στον εν γένει επαγγελματικό και κοινωνικό του βίο με τρόπο ώστε η τήρηση των αρχών αυτών να συναποτελεί αδιαίρετο στοιχείο της προσωπικότητάς του.[21]

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του Κώδικα Δεοντολογίας, το κείμενο του αποτελεί σε σημαντικό βαθμό μεταφορά, των προβλέψεων του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών, με όμοια διατύπωση των επιμέρους άρθρων, προσαρμοσμένη όμως στην ελληνική έννομη τάξη και σε αντιστοιχία με την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 52/2008/ΕΚ.

Μεταξύ των δύο Κωδίκων υφίσταται ειδοποιός διαφορά ως προς τη δεσμευτική ισχύ τους, όπως θα αναλυθεί αμέσως κατωτέρω.

ΙΙΙ) Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές

Αρχικά, οι εξωδικαστικοί θεσμοί επίλυσης διαφορών, ως εγχειρήματα της ιδιωτικής αυτονομίας που στηρίζονταν de lege lata στην ελευθερία των συμβάσεων, παρέμειναν αρρύθμιστoι, πλην της Διαιτησίας. Σταδιακά, τόσο νομοθετικές, όσο και πρωτοβουλίες φορέων της Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ADR) πρότειναν δεσμευτικές ή μη ρυθμίσεις, όπως ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική συμφιλίωση, ο Ενιαίος Αμερικανικός Νόμος για τη Διαμεσολάβηση (UMA) και ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές (European Code of Contact for Mediators) εξισορροπώντας μέσω της αυτορρύθμισης την ανάγκη παροχής εγγυήσεων υπέρ των μερών με το ελεύθερο πεδίο παροχής υπηρεσιών ΕΕΔ.[22] Σε αυτό το πλαίσιο ο Ευρωπαϊκός Κώδικας ειδικότερα, συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος των Υπουργών Δικαιοσύνης της Ένωσης. Αποτελεί προϊόν επεξεργασίας ειδικής ομάδας εργασίας συνεπικουρούμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποτελούμενης, από ευρωπαϊκά κέντρα Διαμεσολάβησης, νομικούς, ενώσεις καταναλωτών, εμπειρογνώμονες και ειδικούς διαφόρων κλάδων της οικονομίας, συμμετεχόντων στην Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών (ADR).[23]

Ειδικότερα, ο European Code of Contact for Mediators αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την έκδοση εθνικών ή ειδικών ανά τομέα Κωδίκων και πρότυπο που υιοθετήθηκε από διάφορους φορείς και κέντρα υπηρεσιών Διαμεσολάβησης.[24]

Παρουσιάστηκε πρώτη φορά σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2004. Η δημοσίευσή του ακολούθησε την έκδοση από την Επιτροπή της Σύστασης 2001/310/ΕΚ για τις αρχές που διέπουν τα συναινετικά όργανα εξωδικαστικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ΕΕ L 109 της 19ης/4/2001, σ. 56), καθορίζοντας τα ελάχιστα κριτήρια ποιότητας που οφείλουν να τηρούν,[25] καθώς και της Πράσινης Βίβλου το 2002 για την έναρξη διαβουλεύσεων και την προετοιμασία μέτρων που αφορούν την εναλλακτική επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών.

Η Πράσινη Βίβλος, ο Κώδικας Δεοντολογίας και η μετέπειτα εκδοθείσα Οδηγία 2008/52/ΕΚ, εντάσσονται στο σύνολό τους στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ιδίως δε για τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Είναι άποψη της Επιτροπής ότι η ενθάρρυνση της προσφυγής στη διαμεσολάβηση και σε άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών διευκολύνει την επίλυση των διαφορών και συμβάλλει στην αποφυγή του άγχους, της απώλειας χρόνου και του οικονομικού κόστους που συνεπάγεται η προσφυγή στα δικαστήρια, κατ’ επέκταση βοηθά τους πολίτες να διαφυλάξουν με ουσιαστικό τρόπο τα έννομα δικαιώματά τους.

Η έκδοση της Οδηγίας αυτής, στο πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας της Διαμεσολάβησης και μεταξύ της πρόβλεψης μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας αυτής, ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να εκπονούν προαιρετικούς κώδικες δεοντολογίας που τηρούνται από τους Διαμεσολαβητές, με όποια μέσα κρίνουν σκόπιμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας ειδικότερα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά επέλεξε να αυτοδεσμευθεί, ακολουθώντας το πρότυπο του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας, ήδη από το έτος 2007, το Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας του ιστορικού Συνδέσμου ΑΕ & ΕΠΕ. [26]

Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενιαίου επιπέδου παροχής διαμεσολαβητικών υπηρεσιών και στη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Πεδίο εφαρμογής του είναι η Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές διαφορές. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως Διαμεσολάβηση ορίζεται «κάθε διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη συμφωνούν να αναθέσουν σε κάποιον τρίτο, ο οποίος εφεξής καλείται «διαμεσολαβητής», να τα βοηθήσει να επιλύσουν μία διαφορά που έχει ανακύψει μεταξύ τους».

Στην εισαγωγή του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας διευκρινίζεται ότι η τήρηση του δεν θίγει την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και των κανόνων που διέπουν την άσκηση επιμέρους επαγγελμάτων.[27]

 Η Οδηγία 52/2008/ΕΚ ορίζει ότι οι Διαμεσολαβητές ενημερώνονται για τον Κώδικα, καθώς και ότι ο Κώδικας θα πρέπει να διατίθεται στο ευρύ κοινό μέσω του Διαδικτύου.

Τονίζεται ότι ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας θέτει κατευθυντήριες μόνο γραμμές. Αποτελεί μη δεσμευτικό νομικό κείμενο που δεν υιοθετείται υποχρεωτικά από τα κράτη μέλη. Επομένως, η τήρησή του επαφίεται στους Διαμεσολαβητές, οι οποίοι συμμορφώνονται εκούσια με τις διατάξεις του. Συνακόλουθα η μη τήρηση του δεν συνεπάγεται κυρώσεις. Έτσι γίνεται ρητή αναφορά στην εισαγωγή του ότι «στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας καθορίζονται ορισμένες αρχές, τις οποίες οι διαμεσολαβητές μπορούν να επιλέξουν οικειοθελώς να τηρούν, υπό δική τους ευθύνη».

Οι αρχές αυτές αφορούν την ανεξαρτησία και αμεροληψία των διαμεσολαβητών, την ελεύθερη βούληση των μερών, τη δίκαιη διαδικασία, το απόρρητο της διαδικασίας και συμπεριλαμβάνονται στα παρακάτω 4 συνολικά άρθρα:

  • Άρθρο 1 παρ. 1-4 που αφορά τα προσόντα, το διορισμό, την αμοιβή των διαμεσολαβητών και την προώθηση των υπηρεσιών τους
  • Άρθρο 2 παρ. 1-2 που αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των Διαμεσολαβητών
  • Άρθρο 3 παρ. 1-3 που αφορά τη συμφωνία διαμεσολάβησης, τη διαδικασία και διευθέτηση της διαφοράς και,
  • Το άρθρο 4 που αφορά την εχεμύθεια που διέπει τη διαδικασία

Η διατύπωση των άρθρων και το περιεχόμενό τους ακολουθήθηκε από τον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, πλην της προσθήκης στον τελευταίο του άρθρου 5 για τις κυρώσεις.[28]

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα Έκθεση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο του Αυγούστου 2016, η εφαρμογή της Οδηγίας 52/2008/ΕΚ όσον αφορά τους κώδικες δεοντολογίας παρουσιάζεται συνολικά ως ικανοποιητική.[29]

ΙV) Συμπερασματικές παρατηρήσεις.

Διανύοντας τον 7ο χρόνο της τυπικής εισαγωγής του θεσμού της Διαμεσολάβησης στη χώρα μας, διαπιστώνεται ότι η ουσιαστική εφαρμογή του είναι σχετικά πρόσφατη. Αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά ότι η Διαπίστευση των πρώτων Διαμεσολαβητών ξεκίνησε στη χώρα μας το έτος 2013. Παρά όμως τη μεγάλη ιστορική διαδρομή και την παράδοση του θεσμού της Διαμεσολάβησης, η προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών στην εναλλακτική αυτή μέθοδο επίλυσης των διαφορών τους, χαρακτηρίζεται σήμερα ως μικρή.

Συνακόλουθα, η προσέγγιση των ζητημάτων που ενδεχομένως εγείρονται από τις ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας παραμένει κυρίως σε θεωρητικό στάδιο επεξεργασίας και ανάλυσης.

Καθώς όμως αναμένεται να επεκταθεί σταδιακά η Διαμεσολάβηση στο πεδίο της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, η εφαρμογή του Κώδικα, ως απαραίτητου χρηστικού εργαλείου της διαδικασίας, θα αποκτήσει εξαιρετικά μεγάλη και καίρια σημασία. Με τον τρόπο αυτό η προβληματική για τις επιμέρους διατάξεις του και ο γόνιμος επιστημονικός διάλογος θα εξελίσσονται διαρκώς.

Σημαντική για την κατανόηση των εννοιών και την αποσαφήνιση των ζητημάτων που ενδέχεται να εγερθούν από την πρακτική εφαρμογή των Διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας, θα είναι και η νομολογιακή αντιμετώπιση τους από τα Δικαστήρια, η οποία αποτελεί ασφαλή οδηγό για την ερμηνεία των θεμάτων αυτών.

Αναμένοντας την ολοκλήρωση των εργασιών της αρμόδιας Επιτροπής για την αναθεώρηση του Νόμου 3898/2010, ευελπιστώντας στις θεσμικές βελτιώσεις και την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων για την εδραίωση της Διαμεσολάβησης,[30] χρήσιμη όσο και αναγκαία εμφανίζεται η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των φορέων Διαμεσολάβησης, η πρόβλεψη και ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών,[31] συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών εκπαίδευσης στη Διαμεσολάβηση, καθώς και της συμμόρφωσης των Διαμεσολαβητών με τον Κώδικα Δεοντολογίας και της ανάλυσης των επιδόσεων τους, στο πνεύμα και της Οδηγίας για τη Διαμεσολάβηση.

Η δυνατότητα επιλογής των πολιτών να προσφεύγουν  στη Δικαιοσύνη, στη Δικαστική Μεσολάβηση, τη Διαμεσολάβηση ή/και άλλους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε διαφοράς τους, ανταποκρίνεται με άρτιο τρόπο στις επιταγές της σύγχρονης έννομης τάξης και παρέχει πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια της κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας μέσω της έκδοσης δικαστικής απόφασης ή της συναίνεσης αντίστοιχα.

  1. V) Αντί Επιλόγου:

Ο Ναστραντίν Χότζας, ο συμπαθής ανατολίτης σούφι και θυμόσοφος, δικάζει ως καδής μια υπόθεση αστικής απάτης. Ακούει αρχικά τον μηνυτή και του αναγνωρίζει ότι έχει δίκιο. Στη συνέχεια ακούει προσεκτικά τον εναγόμενο και δέχεται ότι πράγματι ο εναγόμενος έχει δίκιο. Το ακροατήριο της αίθουσας μοιραία διαμαρτύρεται για τη στάση αυτή, «Χότζα, δεν γίνεται και οι δύο, ενάγων και εναγόμενος, να έχουν δίκιο». «Έχετε δίκιο», απάντησε ο Ναστραντίν.

 

Δέσποινα Στυλ. Βεζακίδου

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ADR Group

Μ.Δ.Ε Εμπορικού & Οικονομικού Δικαίου,

Τμήμα Νομικής, Α.Π.Θ

[1] Εισήγηση στην Ημερίδα Σπουδαστών 22ης και 23ης Εκπαιδευτικής Σειράς που διοργάνωσε η Εθνική Σχολή Δικαστών στη Θεσσαλονίκη, την 26η Μαΐου 2017, με θέμα «Δικαστική μεσολάβηση και διαμεσολάβηση».

[2] «Η Γυναίκα που κρατά ζυγαριά», Johannes Vermeer,  National Gallery of Art Washington https://www.nga.gov/content/ngaweb/Collection/art-object-page.1236.pdf

[3] Βλ. Λ. Κοτσίρη, «Η Διαμεσολάβηση στη σκιά του Δικαίου, Φυσική επιλογή λύσης των ανθρώπινων συγκρούσεων», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Δημόσια συνεδρία της 23ης/2/2013, σε «Εννέα ομιλίες στην Ακαδημία Αθηνών», Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 213 επ.

[4] Οι φορείς εκπαίδευσης και κατάρτισης που λειτουργούν στη χώρα μας είναι οι εξής: «Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιά» (ΚΕ.ΔΙ.Π), «Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Θεσσαλονίκης» (Ι.Κ.Δ.Θ.), «Αθηναϊκό Κέντρο Κατάρτισης και Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών – Προμηθέας» (Α.Κ.Κ.Ε.Δ.), «Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Λάρισας» (Ιν.Κα.Δι.Λ.) και «Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Αλεξανδρούπολης» (ΙΝ.ΚΑ.Δ.Α.).

[5] Στην Ελλάδα ο Διαμεσολαβητής πρέπει να είναι Δικηγόρος, με εξαίρεση την περίπτωση των διασυνοριακών διαφορών, όπου δεν απαιτείται η δικηγορική ιδιότητα, άρθρα 4 και 7 Ν. 3898/2010. Αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπάρχει στην Οδηγία 2008/52/ΕΚ, βλ. και άρθρο 1 Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών, όπου Διαμεσολαβητής μπορείς να είναι κάθε φυσικό πρόσωπο χωρίς  την προϋπόθεση της διαπίστευσης.

[6] Για την υποχρέωση διαρκούς ενημέρωσης και πρακτικής εξάσκησης των δεξιοτήτων των Διαμεσολαβητών βλ. υποσημ. υπ ’αριθ. 13

[7]  Βλ. Λήμμα «γέφυρα» https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%AD%CF%86%CF%85%CF%81%CE%B1

[8] Για τη θέση υπεροχής του Διαμεσολαβητή και το privilegium odiosum βλ. Ρίζος, Κ. «Ο κώδικας δεοντολογίας του διαμεσολαβητή», σε « Η Διαμεσολάβηση στις Αστικές και Εμπορικές Διαφορές. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικού Κέντρου Διαιτησίας και Διαμεσολάβησης», επιμ. Αναστασοπούλου Ι., Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 245 επομ.

[9] Για τη συνύπαρξη της διαμεσολάβησης με το Νόμο και το Δικαστή βλ. Βλ. Λ. Κοτσίρη, «Η Διαμεσολάβηση στη σκιά του Δικαίου, Φυσική επιλογή λύσης των ανθρώπινων συγκρούσεων», όπως παραπάνω υποσημ. 3

[10] Η δημιουργία του όρου αποδίδεται στον Βρετανό φιλόσοφο και δικαστή J.Bentham, σύμφωνα με τον οποίο οι αποφάσεις των ατόμων θα πρέπει να διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπόψη τις δικές τους υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των τρίτων.

[11] Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ. Περαιτέρω, υποχρέωση εκπόνησης και τήρησης κωδίκων δεοντολογίας επιβάλλεται σε 19 κράτη μέλη της Ένωσης, ενώ σε άλλα κράτη μέλη οι πάροχοι υπηρεσιών διαμεσολάβησης ορίζουν τους δικούς τους δεοντολογικούς κανόνες, βλ Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η οποία δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2016 «σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», Βρυξέλλες 26.8.2016 , COM (2016) 542 final, σελ. 6

[12] Για τα ζητήματα δικαιοπολιτικής φύσης καθώς και τη νομική φύση του Κώδικα Δεοντολογίας, (ήθη, απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας, συμβατικά καθήκοντα, νομιμότητα) βλ. Κ. Χριστοδούλου, «Η Οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση στις αστικές διαφορές», ΝοΒ 2010, 287 επ

[13] Αρχικά θεσπίζονται τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα του Διαμεσολαβητή, ενώ τονίζεται η σημασία της συνεχούς ενημέρωσης, δια βίου εκπαίδευσης και εξάσκησης.. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να εκπληρωθεί με τη συμμετοχή των Διαμεσολαβητών σε συνέδρια και σεμινάρια, σε προσομοιώσεις Διαμεσολάβησης, σε διεθνείς διαγωνισμούς, είτε ως συμμετέχοντες διαγωνιζόμενοι, είτε ως εθελοντές στις εργασίες αυτών, καθώς και ως παρατηρητές (observers) κατά τη διεξαγωγή Διαμεσολαβήσεων, που αποτελούν διαδεδομένες πρακτικές ιδίως στο εξωτερικό (άρθρο 1 του Κώδικα με τίτλο «Προσόντα και Διορισμός των Διαμεσολαβητών» και άρθρο 1 του Ευρωπαϊκού  Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών )

[14] Βλ. άρθρο 3 Οδηγίας 2008/52  «Ορισμοί» περ΄. β για την έννοια του «Διαμεσολαβητή» και άρθρο 4 περ. γ΄ του Ν. 3898/2010.

[15] Βλ. Κ Ρίζος «Ο Κώδικας Δεοντολογίας των Διαμεσολαβητών, όπως παραπάνω, υποσ. υπ’ αριθ. 8

[16]  Άγαλμα θεάς Θέμιδος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με αριθμό 231 που βρέθηκε μέσα στο ναό της Θέμιδος στο Ραμνούντα το 1890 σε ανασκαφές υπό τον Βαλέριο Στάη

[17] Με το άρθρο 10 του Ν. 3898/2010 με τίτλο «Απόρρητο της Διαμεσολάβησης» θεσπίζονται οι διαδικαστικοί κανόνες που παρέχουν τα εχέγγυα τήρησης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που καθίστανται γνωστές στο Διαμεσολαβητή και τα μέρη, καθώς και η απαγόρευση εξέτασής τους ως μάρτυρες σε επακολουθούσες δίκες ή διαιτησίες, με την πρόβλεψη εξαιρέσεων που αφορούν τους κανόνες δημοσίας τάξης, την προστασία ανηλίκων, την αποφυγή κινδύνου που αφορά τη σωματική και ψυχική υγεία προσώπου.

Ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μαρτυρίας ή άλλα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνονται στην Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 10 του Ν. 3898/2010 ως εξής :

(α) η πρόσκληση ενός εκ των μερών να προσφύγουν τα μέρη σε διαμεσολάβηση ή το γεγονός ότι ένα εκ των μερών ήταν διατεθειμένο να συμμετάσχει σε διαμεσολάβηση,

(β) οι γνώμες που εκφράζονται ή τις υποδείξεις που διατυπώνονται από ένα εκ των μερών κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης ενόψει μιας ενδεχόμενης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς,

(γ) οι δηλώσεις ή τις ομολογίες που γίνονται από ένα εκ των μερών κατά την διαμεσολάβηση,

(δ) το γεγονός ότι ένα εκ των μερών δήλωσε ότι είναι διατεθειμένο να δεχθεί πρόταση διακανονισμού που γίνεται από τον διαμεσολαβητή,

(ε) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς της διαμεσολάβησης.

[18] Η σύσταση της Επιτροπής αυτής, καθώς και οι αρμοδιότητές της, μεταξύ των οποίων ο έλεγχος της συμμόρφωσης των διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών προς τον Κώδικα Δεοντολογίας και η εισήγηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, ορίζονται στο άρθρο 6 του Ν. 3898/2010. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, τα μέλη και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βλ. ΥΑ 109097/12.12.2011, ΦΕΚ Τεύχος Υπαλλήλων Ειδικών Θέσεων και Οργάνων Διοίκησης Φορέων του Δημοσίου και Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα, υπ’ αριθ. 436/14.12.2011

[19] Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη κυρώσεων στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας καθώς η συμμόρφωση με τις διατάξεις του είναι εκούσια

[20] Επιπλέον, η υποχρεωτική εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών και η παραπομπή στις διατάξεις του περιλαμβάνεται στον Κανονισμό Διαδικασίας διαμεσολαβητικών κέντρων και επίσημων φορέων Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών που λειτουργούν στη χώρα μας, όπως είναι το «ADR point» http://www.adrpoint.gr/katanalotes/katanalotikes-diafores-osa-prepei-na-kserete/kodikas-deontologias

[21] Για την παράβαση ποινικών και αστικών διατάξεων, τη διάπραξη ατιμωτικών αδικημάτων από τους Διαμεσολαβητές, βλ. Ρίζος, Κ. «Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Διαμεσολαβητή», υποσημ.  υπ’ αριθ. 8

[22] Κ. Χριστοδούλου, «Η Οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση στις αστικές διαφορές», ΝοΒ 2010, όπως παραπάνω  υποσημ. 12

[23] Το κείμενο του European Code of Contact for Mediators βρίσκεται στο site http://ec.europa.eu/civiljustice/adr/adr_ec_code_conduct_el.pdf

[24] Βλ. σχετική λίστα οργανισμών πχ Brussels Business Mediation Center, ADR Group http://ec.europa.eu/civiljustice/adr/adr_ec_list_org_en.pdf

[25]http://www.hba.gr/Xrimatopistotiko/UplFiles/xr-prostasia_katanaloti/koinotiko/Rec.2001.310.pdf

[26] http://www.hellenic-mediation.gr/images/documents/Kwdikas_deontologias_EllKDD.pdf

[27] Ακόμη, οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης δύνανται να επεξεργάζονται λεπτομερέστερους κώδικες, προσαρμοσμένους στις ειδικές περιστάσεις ή στα είδη διαμεσολάβησης που προσφέρουν, καθώς επίσης για ειδικούς τομείς διαμεσολάβησης, όπως οικογενειακές ή καταναλωτικές διαφορές. Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης δύνανται ομοίως να δεσμευθούν ότι θα τηρούν τον παρόντα Κώδικα, ζητώντας από τους διαμεσολαβητές που ενεργούν υπό την αιγίδα τους να τον εφαρμόζουν, ενώ δύνανται να παρέχουν πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνουν προκειμένου να προάγουν την τήρηση του Κώδικα με διάφορους τρόπους, όπως επιμόρφωση, αξιολόγηση και παρακολούθηση των Διαμεσολαβητών.

[28] Βλ. ανωτέρω στην παρουσίαση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή βάσει του Κώδικα Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών

[29] Βλ. Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» του Αυγούστου 2016, όπως ανωτέρω υποσημ. υπ’ αριθ. 11

[30] Ακόμη, θα είναι χρήσιμη η αξιοποίηση σε αυτή την κατεύθυνση των πορισμάτων  της πρόσφατης πανελλήνιας έρευνας  του Συνδέσμου Ελλήνων Διαμεσολαβητών για την πορεία της Διαμεσολάβησης στη χώρα μας

[31] Βλ. Πρόταση για χορήγηση χρηματοδότησης από την ΕΕ για την κατάρτιση, με πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων φορέων, προτύπων ποιότητας σε επίπεδο ΕΕ για την παροχή υπηρεσιών Διαμεσολάβησης στο πλαίσιο των εργασιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης (CEN) βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, η οποία περιλαμβάνεται στην Έκθεση της Επιτροπής για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως ανωτέρω υποσημ. υπ’ αριθ. 11