Ο νόμος περί διαμεσολάβησης που ψηφίστηκε στην Ιρλανδία στις 2 Οκτωβρίου 2017 θέτει τη θεσμική υποχρέωση στους διαδίκους να εξετάζουν τη διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης της διαφοράς τους. Ο νέος νόμος, που θα τεθεί σε εφαρμογή τις επόμενες εβδομάδες, αποτελεί μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη καθώς θα μειώσει τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων.

Η υποχρέωση των νομικών παραστατών της παροχής συμβουλών στα μέρη να συμμετάσχουν στη διαμεσολάβηση 

Ο νόμος προβλέπει την υποχρέωση των νομικών παραστατών, πριν την προσφυγή στη δικαστική οδό, να ενημερώνουν τους πελάτες τους  για τη διαμεσολάβηση ως μέσο προσπάθειας επίλυσης της διαφοράς και να τους παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το θεσμό και τα πλεονεκτήματα της προσφυγής σε αυτόν. Σε περίπτωση που ξεκινήσει εντούτοις η δικαστική διαδικασία, οι δικηγόροι θα πρέπει να δηλώσουν ενόρκως ότι τηρήθηκε αυτή τους η υποχρέωση ενημέρωσης.

Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, οι δικηγόροι δεν συμμορφωθούν με την υποχρέωση αυτή, το δικαστήριο έχει την εξουσία να αναβάλει τη διαδικασία για ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να διευκολύνει τον δικηγόρο να συμμορφωθεί με την υποχρέωση. Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος αρνείται αδικαιολόγητα να συμμετάσχει στη διαδικασία διαμεσολάβησης, ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να του επιβάλει χρηματική ποινή με τη μορφή καταβολής των δικαστικών εξόδων και της άλλης πλευράς.

Η Διαδικασία 

Εάν τα εμπλεκόμενα μέρη συμφωνήσουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διαμεσολάβησης, υπογράφουν  τη Συμφωνία Υπαγωγής της διαφοράς τους σε διαμεσολάβηση. Ο ρόλος του διαμεσολαβητή είναι να βοηθήσει τα μέρη να διαπραγματευτούν την επίλυση της διαφοράς τους.

Κατόπιν αιτήματος των μερών, ο διαμεσολαβητής μπορεί να υποβάλει προτάσεις σχετικά με την επίλυση της διαφοράς, αλλά παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των μερών να αποφασίσουν ή όχι εάν θα αποδεχθούν αυτές τις προτάσεις.

Η Έκθεση του Διαμεσολαβητή

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η επίλυση της διαφοράς, τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν ή να συνεχίσουν τη δικαστική οδό. Σύμφωνα με τον νόμο, ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να συντάξει μια έκθεση αναφοράς χωρίς όμως να παράσχει λεπτομέρειες σχετικά με το τι συνέβη μεταξύ των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Εμπιστευτικότητα και γνωστοποίηση 

Σύμφωνα με τον Νόμο, όλη η επικοινωνία, τα αρχεία και οι σημειώσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτικά και δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν σε μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες, με ορισμένες εξαιρέσεις.

Αυτές οι εξαιρέσεις περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπου η αποκάλυψη είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση της Συμφωνίας της Διαμεσολάβησης, όταν απαιτείται από το νόμο, όταν είναι αναγκαία για την πρόληψη σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης ενός μέρους, όταν είναι αναγκαία για την πρόληψη ή αποκάλυψη της διάπραξης ενός εγκλήματος, και όταν είναι αναγκαία εκ μέρους του διαμεσολαβητή για την απόδειξη/απόρριψη αστικής αξίωσης εναντίον του.

Συμπέρασμα:

Η διαμεσολάβηση είναι μια συναινετική διαδικασία συνεργασίας που μπορεί να αποβεί πολύ επωφελής για την επίλυση και των πιο σύνθετων διαφορών. Όχι μόνο παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο θα επιλύσουν τη διαφορά τους, αλλά μειώνει σημαντικά το κόστος και το χρόνο που απαιτείται. Παρόλο που η Διαμεσολάβηση δεν είναι κατάλληλη για την επίλυση όλων των διαφορών, ο νέος Νόμος θα έχει θετικό σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο επίλυσης  των διαφορών.

Πηγή: mediate.com

 

Ζωή Γιαννοπούλου

Δικηγόρος, ΔΝ

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑ, ΗΒ, ΗΠΑ

Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών ΙΚΔΘ