Η τακτική διαδικασία, κατά το Νόμο 4335/2015, επεφύλαξε για τα διάδικα μέρη τη δυνατότητα του άρθρου 214Γ. Το άρθρο αυτό σχηματίστηκε για να ενθαρρύνει την εφαρμογή, ή τουλάχιστον την προσπάθεια, όλων των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών, πέρα και εκτός δικαστηρίων. Εναλλακτικών τρόπων, όπως είναι η διαιτησία, η διαπραγμάτευση και φυσικά η Διαμεσολάβηση.

Προσφυγή στη Διαμεσολάβηση είναι δυνατή, όταν τα μέρη συμφωνήσουν προς αυτό, πριν ή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ή όταν αυτό είναι υποχρεωτικό από τον νόμο ή όταν διαταχθεί από δικαστήριο άλλου κράτους- μέλους. Η εισαγωγή του άρθρου 214Γ, θα ήταν ευχής έργο να είχε αποτέλεσμα. Γιατί με αυτό τον τρόπο, η προτροπή του Δικαστηρίου προς τα διάδικα μέρη, να ακολουθηθεί μία άλλη/εναλλακτική διαδικασία επίλυσης διαφορών, θα οδηγούσε σε λύσεις εκτός δικαστηρίων. Ο τρόπος όμως, που συμπεριλήφθηκε στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν μπόρεσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό συνέβη κυρίως, λόγω του γεγονότος, ότι ο δικαστής είναι αυτός που έρχεται σε πρώτη επαφή με την επίδικη διαφορά, άρα είναι δύσκολο να επιλεχθεί άλλη οδός κατά τη στιγμή της κορύφωσης της δικαστικής διαμάχης και εφόσον ο δικαστής έλαβε γνώση του φακέλου της διαφοράς.

Το άρθρο 214Γ ΚΠολΔ, είναι εξειδίκευση του άρθρου 116 Α ΚΠολΔ, το οποίο επίσης προστέθηκε με τον Νόμο 4335/2015. Με τις εν λόγω διατάξεις, η προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς κατέστη θεμελιώδης δικονομική αρχή και μερικότερη εκδήλωση της αρχής οικονομίας της δίκης. Βέβαια, οι διατάξεις παρέχουν ευχέρεια στα Δικαστήρια και όχι υποχρέωση προς αυτή τη προσπάθεια. Κυρίως όμως, είναι καθήκον όσων προστατεύουν τη δικαιοσύνη, να κινούνται προς τέτοιου είδους κατευθύνσεις, ώστε να καθιστούν αυτή την οδό αποτελεσματικότερη.

Συγγενείς προς τις εν λόγω διατάξεις, προς την συμβιβαστική επίλυση των διαφορών, συναντούμε τις επιταγές των άρθρων 205, 214Α & 293 ΚΠολΔ. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 214Γ διαφοροποιούνται σαφώς, από το άρθρο 214Β, όπου ρυθμίζεται η δικαστική μεσολάβηση, δηλαδή η μεσολάβηση που διενεργείται από μεσολαβητή δικαστή και όχι Διαμεσολαβητή του Νόμου 3898/2010.

Το μειονέκτημα της διάταξης 214Γ αφορά ακριβώς στο χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο έρχεται σε επαφή με τους διαδίκους και την εκάστοτε υπόθεση, δηλαδή όταν ήδη έχει αναγνωσθεί ο φάκελος δικογραφίας και όταν έχει κορυφωθεί η αντιδικία. Σε αυτό το σημείο, είναι εξαιρετικά απίθανο το Δικαστήριο να μπορέσει να πείσει τους διαδίκους να προσφύγουν στη Διαμεσολάβηση, διότι ήδη οι διάδικοι έχουν φθάσει σε ένα προχωρημένο επίπεδο περιμένοντας πλέον την έκδοση απόφασης από το φυσικό Δικαστή.

Κατά συνέπεια, το εν λόγω άρθρο παραμένει ανεφάρμοστο μέχρι και σήμερα. Η εφαρμογή του όμως, θα είχε εξαιρετικές συνέπειες για την οικονομία της Δίκης και την εν γένει κατάσταση στα ελληνικά Δικαστήρια και η υποχρεωτική προσφυγή σε προσπάθεια επίλυσης διαφορών εξωδικαστικά θα είχε θεαματικά αποτελέσματα στο χώρο της Δικαιοσύνης.

Πηγή: Άννα Πλεύρη, Δικηγόρος Ελλάδος/Κύπρου, Λέκτορας Νομικής Σχολής Παν. Λευκωσίας, Διαμεσολαβήτρια & Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών “Παρέμβαση στο 42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Σεπτέμβριος 2017″

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR expert/DPOexec.