Το διάστημα από τις διακοπές λίγο πριν το νέο έτος έως σήμερα ο νομικός κόσμος της χώρας μας έχει διασπαστεί με το νέο νομοσχέδιο για υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης. Ο Νόμος 3898/2010 ισχύει εδώ και 7 χρόνια και Δικηγόροι και Δικαστές, μεταξύ των οποίων πολλοί έχουν εκπαιδευτεί και διαπιστευτεί ως Διαμεσολαβητές, αντιδρούν στην εφαρμογή του θεσμού χρησιμοποιώντας επιχειρήματα τα οποία ουδόλως σχετίζονται με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, η οποία δεν φέρνει εμπόδια στο επάγγελμα του δικηγόρου ή υποκαθιστά την απονομή της δικαιοσύνης από το Δικαστή.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο νέος Νόμος έχει παραβιάσει και συγχρόνως παραλείψει βασικές Αρχές της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και αναρωτιέται κανείς εάν η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έλαβε σοβαρά υπόψιν της την Ευρωπαική οδηγία και τον Ν. 3898/2010 καθώς και τον συγκεκριμένο τρόπο εφαρμογής της διαρθρωμένης αυτής διαδικασίας ή ακολούθησε μόνο κατά γράμμα το μοντέλο μίας περίπτωσης, της Ιταλίας.
Πολλές αναρτήσεις στο διαδίκτυο, από διαμεσολαβητές και μη, αναφέρονται μεν στην επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να ενσωματώσει στο σύστημά της τη διαμεσολάβηση για αποσυμφόρηση της Δικαιοσύνης και βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων, οικογενειακών, επαγγελματικών και άλλων, όμως όχι υποχρεωτικά και μάλιστα με τον τρόπο που ο νέος νόμος επιβάλλει. Είναι απολύτως δικαιολογημένο να υπάρχουν αντιδράσεις στο νομικό κόσμο της χώρας όταν ο νέος νόμος προβλέπει την δυνατότητα ο διαμεσολαβητής να εκφράζει την προσωπική του άποψη στα μέρη προς εύρεση λύσης στη διαφορά που τους απασχολεί, το οποίο καταπατά βασική Αρχή της διαμεσολάβησης για αυτοκαθορισμό των μερών και τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις μόνοι τους βάσει των συμφερόντων τους και μόνο. Είναι απολύτως φυσικό να αντιδρούν οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές όταν ο νέος νόμος προβλέπει η ίδια διαδικασία να εφαρμόζεται σε όλες τις διαφορές, όπως αναφέρονται στο νόμο, χωρίς να εξετάζει τις μοναδικές ανάγκες της κάθε περίπτωσης.
Είναι ακόμη αναμφίβολο το γεγονός οτι στο νέο νόμο υιοθετούνται διαφορετικά «μοντέλα» διαμεσολάβησης, «στυλ» και «πρωτόκολλα» της διαδικασίας που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένους τομείς και περιπτώσεις σε άλλες χώρες, προκαλώντας όχι μόνο σύγχυση στην εφαρμογή της διαδικασίας στη χώρα μας αλλά αδιαφορία για την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας και τις πραγματικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών και των δικηγόρων τους στη διαδικασία. Γεννά ακόμη σοβαρά ερωτηματικά το γεγονός οτι ο νόμος παραβλέπει το συγκεκριμένο «μοντέλο» διαμεσολάβησης που διδάσκεται στην Ελλάδα από το 2010 έως σήμερα στους φορείς εκπαίδευσης βάσει προγραμμάτων εγκεκριμένων από την Επιτροπή Διαμεσολάβησης του Υπουργείου και συναφών εξετάσεων.
Είναι επίσης λυπηρό ότι ο νόμος δεν εξασφαλίζει οτι τα προσόντα των διαμεσολαβητών για να λειτουργήσει ο θεσμός σωστά και αποτελεσματικά στη χώρα μας δεν καθορίζεται από τις 40 ή 80 ώρες εκπαίδευσης αλλά από συνεχή απόκτηση γνώσης, εκπαίδευσης, προσωπικής εξέλιξης του διαμεσολαβητή, ενασχόλησης και τριβής με τις διαφορετικές πτυχές και δυσκολίες της διαδικασίας για αρκετά χρόνια και κυρίως «αυτογνωσίας» του ίδιου του διαμεσολαβητή πριν την καθαρά επαγγελματική ενασχόληση με τη διαδικασία.
Η λίστα των σχολίων για το νέο νόμο είναι τεράστια από διαμεσολαβητές και μη και θα έπρεπε ίσως η επιτροπή να συσκεφθεί εκ νέου ώστε να γραφτεί ο νόμος από την αρχή. Η μοναδική αλήθεια είναι οτι η διαμεσολάβηση πρέπει να εναρμονιστεί στις ανάγκες της κοινωνίας μας ως βήμα πολιτισμού και προόδου. Η εφαρμογή της έχει δρόμο ακόμη και η προχειρότητα του νόμου υποτιμά τα θετικά, αποδεδειγμένως, αποτελέσματα του θεσμού τα οποία άπτονται στο μέλλον των ανθρωπίνων σχέσεων.
Βικτωρία Λιούτα
Δικηγόρος και Διαπιστευμένη Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών