Η Επιδίκαση στον τομέα των κατασκευών (Construction Adjudication) είναι μια μορφή εξώδικης επίλυσης των διαφορών αυτών, κατά την οποία η λύση επαφίεται στα χέρια ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου ειδικού, του Επιδικαστή (Adjudicator). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο κατασκευαστικός τομέας είναι πολύ εξοικειωμένος με αυτή τη γρήγορη και πρακτική μέθοδο επίλυσης των διαφορών.
Σύμφωνα με τον Αγγλικό Νόμο, υπάρχει δικαίωμα να προσφύγει κάποιος στη διαδικασία αυτή για την επίλυση της διαφοράς του, αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει να τονισθεί ότι, αν και κάποιες συμβάσεις στον κατασκευαστικό τομέα ήδη περιέχουν τη ρήτρα της επιδίκασης, η ρήτρα αυτή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία, δεδομένου ότι το δικαίωμα υπαγωγής βρίσκει έρεισμα στο νόμο. Κάποιες κατασκευαστικές συμβάσεις εξαιρούνται από το νόμο, π.χ. συμβάσεις που αφορούν την κατασκευή μιας ιδιωτικής, κύριας κατοικίας.
Το δικαίωμα της επιδίκασης εισήχθη προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα των πρακτικών μη πληρωμής, εξ αιτίας του μεγάλου ποσοστού πτωχεύσεων στον τομέα των κατασκευών. Τέτοια παραδείγματα προβληματικών πρακτικών συμπεριλαμβάνουν όρους πληρωμής που αναφέρουν ότι ο υπεργολάβος θα πληρωθεί, μόνον αν πληρωθεί ο εργολάβος ή ότι εάν υπάρξει μια διαφωνία, η πληρωμή θα παρακρατηθεί μέχρι το πέρας μιας μακρόχρονης διαδικασίας διαιτησίας. Για το λόγο αυτό και η διαδικασία της Επιδίκασης περιγράφεται σαν ένας μηχανισμός «πλήρωσε πρώτα και μετά διαφώνησε». Ο Επιδικαστής συνήθως δίνει μια λύση που επιτρέπει στα μέρη να επιλύσουν τη διαφορά τους χωρίς μεγάλο κόστος και σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεσμευτικά μεν, όχι όμως και αμετάκλητα. Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση του Επιδικαστή είναι δεσμευτική και εκτελεστή, εκτός αν και μέχρι η διαφορά να λυθεί αργότερα δικαστικά ή με διαιτησία ή με κοινή συμφωνία των μερών. Στην πράξη, η απόφαση του Επιδικαστή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι και η τελική απόφαση επίλυσης της διαφοράς. Έχει καταστεί σαφές από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι η απόφαση του Επιδικαστή θα είναι εκτελεστή, ακόμα και αν είναι λανθασμένη είτε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, είτε ως προς τη νομική της βάση. Αν ένα από τα μέρη της διαφωνίας αποφασίσει να προσβάλει την απόφαση του Επιδικαστή, αυτό θα γίνει ή με προσφυγή στα δικαστήρια, ή με προσφυγή στη διαιτησία. Μέχρι όμως το Δικαστήριο ή ο Διαιτητής να αποφασίσει διαφορετικά, τα μέρη πρέπει να συμμορφωθούν με την απόφαση του Επιδικαστή.
Η διαδικασία της Επιδίκασης είναι πολύ γρήγορη και διαρκεί περίπου 28 ημέρες ή και λιγότερο. Η διαδικασία ξεκινάει με μία σύντομη Ενημερωτική Ειδοποίηση Επιδίκασης (Notice of Adjudication) από το μέρος που ζήτησε την προσφυγή στην Επιδίκαση (π.χ. τον ενάγοντα) με σύντομη περιγραφή της διαφοράς και του αιτήματος για τη λύση της, καθώς επίσης και το όνομα του προτεινόμενου Επιδικαστή.
Μέσα σε 7 ημέρες από την επίδοση της Ενημερωτικής Ειδοποίησης Επιδίκασης, το μέρος που ζήτησε την προσφυγή στην Επιδίκαση πρέπει να επιδώσει την Ειδοποίηση Παραπομπής στη διαδικασία της Επιδίκασης (Referral Notice), δίνοντας λεπτομερή περιγραφή της υπόθεσης και παρουσιάζοντας όλα τα έγγραφα, πάνω στα οποία θα βασισθεί. Το άλλο μέρος έχει τη δυνατότητα να επιδώσει την απάντησή του (υπερασπιστική γραμμή του) σε σχέση με την αξίωση. Εάν η υπόθεση είναι περίπλοκη, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν στην υποβολή περισσότερων έγγραφων προτάσεων. Ο Επιδικαστής θα πρέπει να αποφασίσει εντός 28 ημερών από την περιέλευση σε αυτόν της Ειδοποίησης Παραπομπής. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί για 14 επιπλέον ημέρες, με αίτημα του μέρους που ζήτησε την προσφυγή στην Επιδίκαση. Για περαιτέρω παράταση, θα πρέπει να υπάρχει κοινή συμφωνία των μερών.
Σύμφωνα με την εμπειρία μας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σύντομοι χρόνοι της διαδικασίας της Επιδίκασης την κάνουν μια εντατική διαδικασία για τα μέρη, αφού απαιτείται να παρουσιάσουν τα αποδεικτικά τους μέσα με λεπτομέρεια και να απαντήσουν στις αποδείξεις του άλλου μέρους μέσα σε λίγες ημέρες. Ένας έμπειρος Επιδικαστής μπορεί να αναγνωρίσει τα κενά της πληροφόρησής του γρήγορα και να ζητήσει τη συμπλήρωσή τους. Επίσης, ένας καλός Επιδικαστής αμέσως αντιλαμβάνεται αν μια σύμβαση αφορά εργασίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του Νόμου περί Κατασκευών. Μια προσεκτική εξέταση των πραγματικών της υπόθεσης είναι δυνατή μέσα στα χρονικά περιθώρια που ορίζει ο νόμος, γιατί ο Επιδικαστής μπορεί να βουτήξει μέσα στην υπόθεση και με την εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία του, να αναγνωρίσει τους κόμπους της διαφοράς και να τους λύσει.
Πηγή: ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΟΣΘ. ΣΚΟΡΔΑΚΗ, SOLICITOR Αγγλίας & Ουαλίας, CONSTRUCTION ADJUDICATOR
Βασιλική Δημ. Σκορδάκη
Δικηγόρος Αρείου Πάγου & Συμβουλίου της Επικρατείας, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών – Solicitor Αγγλίας & Ουαλίας