Το 1981 ψηφίστηκε με Νόμο της Καλιφόρνιας, η υποχρεωτική Διαμεσολάβηση για τη ρύθμιση της επιμέλειας των παιδιών, μετά από διάσταση ή διαζύγιο γονέων, και αμέσως αγκαλιάστηκε από τους πολίτες ως μία αποτελεσματική και φιλική προς την οικογένεια λύση. Η αναγκαιότητα να ψηφιστεί ο νόμος αυτός, προέκυψε μετά από τα προβλήματα που είχαν προκύψει από την προσκόλληση σε νόμους και σκληρές διαδικασίες που εφαρμόζονταν από πριν το 1970 και μετέτρεπαν την οικογενειακή διαφορά σε ακριβοπληρωμένο πόλεμο.
Το 1939 βέβαια, είχε ψηφιστεί νόμος που παρείχε τη δυνατότητα τα Δικαστήρια να προβαίνουν σε συμβιβασμό και συμβουλευτικές υπηρεσίες με κίνητρο να μπορέσουν οι ίδιοι οι σύζυγοι και οι γονείς να επεξεργαστούν τις διαφορές τους. Αυτή όμως η διαδικασία, μετετράπη στο να εκπαιδεύει τους Συμβούλους συμβιβασμού σε Συμβούλους διαζυγίων. Όταν το 1966 εκδόθηκε η Έκθεση της Επιτροπής για την Οικογένεια ότι θα έπρεπε να αλλάξει ο Νόμος για τα διαζύγια και να μην απαιτείται πλέον υπαιτιότητα, και όταν το 1970 ψηφίστηκε αυτός ο νόμος που όντως απήλλαξε τα διαζύγια από υπαιτιότητα, τότε οι χωρισμοί αυξήθηκαν δραματικά. Με τον τρόπο αυτό, κατέληξε και η Διαμεσολάβηση να είναι υποχρεωτική για τις υποθέσεις επιμέλειας τέκνων, εφόσον πλέον ήταν ανάγκη οι γονείς να προσπαθούν οι ίδιοι να επιλύουν τις διαφορές τους σε ό,τι αφορούσε την επιμέλεια των παιδιών τους, μέσα σε ένα συμφιλιωτικό κλίμα. Η υποχρεωτική Διαμεσολάβηση ήταν το πιο σημαντικό βήμα προς την αυτοδιάθεση της οικογένειας.
Έκτοτε συνέβησαν πολλά προς αυτή την κατεύθυνση καθώς το 1986 δημιουργήθηκε κρατικό γραφείο έρευνας για τις υπηρεσίες οικογενειακού δικαστηρίου και το 1991 το γραφείο ανέφερε, ότι η Διαμεσολάβηση ήταν πλέον πρώτη σε ζήτηση για τις οικογενειακές υποθέσεις.
Η Διαμεσολάβηση ήταν πολύ σωστή επιλογή από την αρχή, καθώς είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, όπου είχε εφαρμοστεί, ενώ ένα υψηλό ποσοστό των υποθέσεων έφτανε σε διακανονισμό χωρίς καμία δίκη. Το αποτέλεσμα είχε πολλαπλά οφέλη, εκτός από την συμφιλίωση των οικογενειών. Συνετέλεσε στην μείωση του φόρτου υποθέσεων των δικαστηρίων, στην μείωση των κοστοφόρων διαδικασιών κ.α.
Μάλιστα η διαδικασία ήταν τόσο πετυχημένη που καθιερώθηκε η Διαμεσολάβηση και σε άλλους τομείς όπως στα Δικαστήρια ανηλίκων που ήδη λειτουργούν σήμερα 23 προγράμματα Διαμεσολάβησης. Η οικογενειακή Διαμεσολάβηση έθεσε τις βάσεις για τα δικαστήρια να αγκαλιάζουν άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Πολλοί δικηγόροι στρέφονται προς μια συλλογική πρακτική, αφιερώνοντας τη νομική τους πρακτική στην συγκράτηση των οικογενειών εκτός δικαστηρίου και στη συνεργασία με αυτούς για να διευθετήσουν τις διαμάχες χωρίς την προσφυγή στα δικαστήρια.
Η καθιέρωση της Διαμεσολάβησης είχε αντίκτυπο στην κουλτούρα των εμπλεκομένων. Όταν οι δικηγόροι μαθαίνουν, ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας Διαμεσολάβησης είναι καλύτερα και διαρκούν περισσότερο από αυτά μιας δίκης, αρχίζουν να προτιμούν τη Διαμεσολάβηση ως διαδικασία για την επίλυση των διαφορών. Αυτή η αλλαγή έχει βελτιώσει ακόμη και τις σχέσεις δικηγόρου – δικηγόρου. Όταν οι δικηγόροι εργάζονται δίπλα – δίπλα στη διαδικασία Διαμεσολάβησης, συνειδητοποιούν ότι καθένας έχει καλές προτάσεις για ένα θετικό αποτέλεσμα, είναι δε πολύ πιθανότερο να συνεργαστούν ακόμη και όταν το θέμα πρέπει να δικαστεί. Υπάρχει λιγότερη ένταση, πιο απλή παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων και μια ειλικρινής ανταλλαγή ιδεών.
Πηγή: Leonard Edwards
Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ- GDPR expert/DPOexec.