Ένα σοβαρό θέμα, για το οποίο έχουν ακουστεί πολλά σχόλια με το νέο σχέδιο νόμου στη Διαμεσολάβηση, είναι αν ο/η διαμεσολαβητής/τρια πρέπει να είναι μόνο δικηγόρος ή και από άλλα επαγγέλματα, γιατροί, μηχανικοί, οικονομολόγοι, Τραπεζικοί και άλλοι.
Η πρακτική λέει ότι οι διαμεσολαβητές αντιμετωπίζουν τρεις κινδύνους στη διαδικασία. Ο πρώτος κίνδυνος είναι η σύνταξη της συμφωνίας των μερών, εάν οι διαμεσολαβητές δεν είναι δικηγόροι. Ακόμη και για τους δικηγόρους-διαμεσολαβητές η σύνταξη αυτής της συμφωνίας έχει ρίσκο και κάποιοι δεν το επιχειρούν εκτός εάν και τα δύο μέρη έχουν παραστάτες δικηγόρους στη διαδικασία. Αυτός ο κίνδυνος στη σύνταξη της συμφωνίας των μερών μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά και κοστοβόρα μελλοντικά ζητήματα στα μέρη, ακόμη και από δικηγόρους-διαμεσολαβητές οι οποίοι ενδέχεται να γνωρίζουν ένα από τα μέρη και να «καθοδηγήσουν» τη σύνταξη της συμφωνίας, το οποίο προσάπτει στην ηθική της Διαμεσολάβησης και ο νέος νόμος το προβλέπει στο άρθρο σχετικά με τη «σύγκρουση συμφερόντων». Το γεγονός λοιπόν ότι οι περισσότεροι δικηγόροι επιμένουν σε διαμεσολαβητές-δικηγόρους μόνο, αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για το θεσμό, εάν προσπαθήσουν να προτείνουν νομική συμβουλή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενώ υπάρχουν παραστάτες δικηγόροι υποχρεωτικά, η οποία μπορεί να μην εξασφαλίζει απόλυτα τα συμφέροντα και των δύο μερών και ως εκ τούτου να καταπατάται η αρχή της ουδετερότητας και αμεροληψίας των διαμεσολαβητών.
Οι δικηγόροι-διαμεσολαβητές μπορούν να ενεργούν μόνο ως βοηθοί στη σύνταξη της συμφωνίας, ώστε να εξασφαλίσουν με απλή γλώσσα να συμπεριληφθούν όσα συμφώνησαν τα μέρη. Οι δικηγόροι-διαμεσολαβητές με την εμπειρία και την εκπαίδευση που έχουν μπορούν να παρέχουν επαρκή σχόλια στους παραστάτες δικηγόρους που συντάσσουν τη συμφωνία των μερών. Ο ρόλος τους είναι καθαρά βοηθητικός και σε καμία περίπτωση δεν εκφέρουν νομική συμβουλή.
Ο δεύτερος κίνδυνος για τους δικηγόρους-διαμεσολαβητές σχετίζεται με την εφαρμογή της διαδικασίας σε τόπο ή χώρο που έχουν παράλληλα το δικηγορικό τους γραφείο και ασκούν το επάγγελμά τους. Το ερώτημα είναι εάν μπορούν να κάνουν Διαμεσολάβηση, εκ των υστέρων εκπροσώπηση και παράσταση στα Δικαστήρια για λογαριασμό των πελατών τους σε συγκεκριμένες υποθέσεις και να παραμείνουν ουδέτεροι, αμερόληπτοι και διαμεσολαβητές σε άλλες υποθέσεις των πελατών τους.
Τέλος, ο τρίτος κίνδυνος που διατρέχουν οι δικηγόροι-διαμεσολαβητές αφορά στο πώς μπορούν να διαχωρίσουν τη «νομική συμβουλή» από την «νομική πληροφορία». Για παράδειγμα, πολλοί διαμεσολαβητές συμφωνούν ότι η Δικαστηριακή προστασία των τέκνων είναι χρήσιμη νομική πληροφορία στα μέρη, όμως προβλέποντας τον τρόπο τον οποίο το Δικαστήριο θα εφαρμόσει αυτή την προστασία θεωρείται νομική συμβουλή και αντίκειται στην ηθική της διαδικασίας. Για τον ίδιο λόγο, η τελική συμφωνία των μερών θα πρέπει να είναι σε απλή και κατανοητή στα μέρη γλώσσα ώστε να μην θεωρείται ως «νομικό έγγραφο».
Για τους μη δικηγόρους-διαμεσολαβητές τα ανωτέρω μπορεί να μην έχουν σημασία. Το θέμα δεν είναι εάν οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι δικηγόροι, αλλά να ευαισθητοποιηθούν όλοι ως διαμεσολαβητές, δικηγόροι και άλλοι, στα νομικά θέματα που μπορεί να προκύψουν στη διάρκεια της διαδικασίας, και σε τέτοια περίπτωση, ακόμη και οι δικηγόροι-διαμεσολαβητές πρέπει να ζητούν την ειδική βοήθεια των παραστατών δικηγόρων για την κάθε πλευρά και να αποφύγουν να δώσουν οιαδήποτε συμβουλή.
Βικτωρία Λιούτα
Δικηγόρος και Διαπιστευμένη Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών