Η διεκδίκηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στα πλαίσια μιας δικαστικής διαμάχης έχει πολλαπλές συνέπειες για τα μέρη όχι μόνο δικονομικής ή οικονομικής φύσεως.Μια σύγκρουση επηρεάζει αναμφισβήτητα την καθημερινότητα, την ικανότητα για εργασία, τις διαπροσωπικές σχέσεις ακόμη και την υγεία των μερών.
Κάθε μέρος στην οργάνωση των μέσων επιθέσεως και άμυνας μιας δικαστικής διαφοράς πρέπει να επιδοθεί στην αναζήτηση αποδεικτικών μέσων, όπως οι μάρτυρες για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Αυτόματα στην διαμάχη των αρχικών διαδίκων εμπλέκονται, συνήθως ακούσια, τρίτα πρόσωπα, οι σχέσεις των οποίων επηρεάζονται άμεσα από μια σύγκρουση στην οποία δεν επέλεξαν να είναι πρωταγωνιστές. Έτσι σε μια διαφορά στο χώρο εργασίας οι μάρτυρες της μιας ή της άλλης πλευράς συνήθως είναι συνάδελφοι από το ίδιο ή άλλο τμήμα της επιχείρησης.
Στα πλαίσια μιας εμπορικής διαφοράς οι μάρτυρες είναι απασχολούμενοι στη μια ή την άλλη επιχείρηση που καλούνται για να διατηρήσουν την εργασιακή τους σχέση να υποστηρίξουν τις θέσεις του εργοδότη τους. Στα πλαίσια μιας οικογενειακής διαφοράς μάρτυρες είναι οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι του ζευγαριού που καλούνται ξαφνικά να πάρουν θέση υπέρ της μιας και κατά της άλλης πλευράς καταστρέφοντας τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Στις σχέσεις συνιδιοκτητών ορόφων μάρτυρες είναι άλλοι συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας που καλούνται να υποστηρίξουν τον ένα ή τον άλλο συνιδιοκτήτη βιώνοντας το δυσάρεστο συναίσθημα να διασταυρώνονται καθημερινά στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας. Οι συνέπειες της σύγκρουσης δεν αφορούν μόνο τους διαδίκους διαχέονται υπό μορφή επιδημίας στις σχέσεις και την ζωή περισσοτέρων ανθρώπων προκαλώντας αγχώδεις καταστάσεις και αρνητικά συναισθήματα.
Νομοτελειακά αυτά θα επηρεάσουν την ψυχική ίσως και τη σωματική υγεία όλων. Μια δικαστική απόφαση στο τέλος ενός μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα προσφέρει μόνο νομική λύση χωρίς να αποκαθιστά τις υπόλοιπες συνέπειες της σύγκρουσης. Μόνο η έγκαιρη προσφυγή στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης μπορεί να προσφέρει στα μέρη τη δυνατότητα ταυτόχρονα με την επίλυση των νομικών ζητημάτων να «θεραπεύσουν» συνολικά όλες τις αρνητικές παραμέτρους της σύγκρουσης. Στη Διαμεσολάβηση ο μόνος τρίτος που παρεμβαίνει στη διαφορά είναι ο Διαμεσολαβητής πρόσωπο της κοινής επιλογής των μερών, για να γεφυρώσει την μεταξύ τους απόσταση. Η διαφορά περιορίζεται στα εμπλεκόμενα μέρη τα οποία αντί να αναζητούν συμμάχους στον πόλεμο αναλαμβάνουν τα ίδια την ευθύνη για την επίλυση της διαφοράς τους.
Στο προστατευμένο και εχέμυθο περιβάλλον της Διαμεσολάβησης τα μέρη ταυτόχρονα με την επίλυση των νομικών ζητημάτων, έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την προσωπική τους θεώρηση για την υπόθεση αλλά και να ακούσουν και να αντιληφθούν τη θεώρηση του άλλου. Συγχρόνως μπορούν να απαλλαγούν από τα ανομολόγητα συναισθήματα τα οποία έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούν τα πραγματικά συμφέροντα τους και διερευνούν από κοινού όλες τις δυνατές λύσεις προκειμένου να επιλέξουν τις πλέον αμοιβαία επωφελείς.
Παράλληλα με την αποτύπωση της συμφωνίας τους από τους δικηγόρους τους στο πρακτικό Διαμεσολάβησης, που ισοδυναμεί με δικαστική απόφαση, τα μέρη αίρουν τις συσσωρευμένες παρεξηγήσεις της λανθασμένης επικοινωνίας του παρελθόντος και θέτουν τα θεμέλια μιας περισσότερο εποικοδομητικής επικοινωνίας στο μέλλον. Αφιερώνοντας στη διαφορά τους μόνο τις ώρες της διεξαγωγής της διαδικασίας Διαμεσολάβησης, που συνήθως δεν ξεπερνούν τη διάρκεια μιας ημέρας, διαφυλάσσουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις ανεπηρέαστες ενώ παραμένουν συγχρόνως αποδοτικοί στην εργασία τους και λειτουργικοί στην καθημερινότητα τους.
Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών