Όλοι οι Διαμεσολαβητές, στα πρώτα στάδια της καριέρας τους, διαβάζουν όποιο βιβλίο ή όποιον οδηγό διαδικασίας, άρθρο κλπ. συναντήσουν. Όλοι νιώθουν, ότι μπορούν να Διαμεσολαβήσουν αλλά κάτι τους λείπει. Άλλωστε, πολλοί ήταν ήδη δικηγόροι και έχουν γνώση των νομικών ζητημάτων σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Πολύ σύντομα όμως, γίνεται η διαπίστωση, ότι αυτό που απουσιάζει είναι η απόκτηση τεχνικής, για την απογείωση της ιδιότητας του Διαμεσολαβητή. Αυτή η κτήση γίνεται κατά τη διάρκεια της πρακτικής εμπειρίας και μάλιστα όσο πιο δύσκολες είναι οι υποθέσεις και αρχικά ο Διαμεσολαβητής εγκλωβίζεται σε φαινομενικό αδιέξοδο, τόσο πιο ιδιαίτερες τεχνικές προκύπτουν, ώστε να ξεφύγουν από το αδιέξοδο αυτό, που μόνο ένας δικαστής θα φαινόταν ικανός να λύσει την υπόθεση!
Τα πρώτα συμπεράσματα
Καθώς περνά ο χρόνος, και η εμπειρία μεγαλώνει, το φως της γνώσης αρχίζει να φαίνεται. Συνειδητοποιεί κανείς, ότι όσο ακούει τους δικηγόρους και τα μέρη να μιλούν, εν τέλει δεν τους ακούει καθόλου. Μάλιστα, στην αρχή ο Διαμεσολαβητής εντελώς φυσικά καταλήγει σε κρίσεις, συμπεράσματα και γνώμες που πηγάζουν και από τις καθημερινές του εμπειρίες, που μπορεί και ο ίδιος να έχει αντιμετωπίσει. Φθάνει σε σημείο ακόμη και να επηρεάζεται από τη συμπάθεια ή αντιπάθεια που έχει για κάποιο μέρος.
Σε δεύτερη φάση, ο Διαμεσολαβητής, μέσα από τη διεργασία που κάνει με τον εαυτό του, αρχίζει να αναρωτιέται, ποιος είναι ο ίδιος ώστε να μπορεί να καθορίζει την πορεία της υπόθεσης ή να αποφασίζει για τους άλλους. Σε αυτή τη διεργασία γίνεται και ο κρίσιμος διαχωρισμός του Διαμεσολαβητή. Και αυτός ο διαχωρισμός δεν έχει ουδεμία σχέση με το αν ο Διαμεσολαβητής προβαίνει σε κρίσεις ή έχει τις δικές του απόψεις. Αφορά αποκλειστικά το διαχωρισμό της «αλήθειας» από τα μέρη.
Το να μην κάνεις τίποτα
Κατά τη διάρκεια μίας Διαμεσολάβησης, ο Διαμεσολαβητής παρατηρεί τις σκέψεις – κρίσεις – γνώμες που έχει πάνω στο θέμα που πραγματεύεται, και απλώς πρέπει να μη κάνει τίποτα. Ούτε να προσπαθήσει να μην έχει αυτές τις σκέψεις. Το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να αφήσει τις σκέψεις του και να ασχοληθεί με τα μέρη και τι συμβαίνει με αυτά. Ποιες οι δικές τους σκέψεις και ποιες οι «αλήθειες» τους. Ο Διαμεσολαβητής είναι το πρόσωπο που σχετίζεται με την πιθανότητα να βρεθεί κάποια επίλυση του προβλήματος, συνεπώς ο ίδιος δεν πρέπει να κυριεύεται από σκέψεις, ιδίως αρνητικές.
Μερικές φορές, όταν η διαδικασία αντιμετωπίζει δυσκολίες, πρέπει ο Διαμεσολαβητής να αλλάζει πορεία. Ίσως να αλλάζει θέμα, τόνο φωνής, ακόμη και να καταφεύγει σε χιούμορ ή να λέει κάποια δική του διήγηση. Βοηθάει κάποια ερώτηση με περιεχόμενο: «Μπορείτε να σκεφτείτε κάποια άλλη εναλλακτική για να τακτοποιηθεί το ζήτημα, που να μην έχουμε ακόμη συζητήσει;». Ο Διαμεσολαβητής που συνδέει τη σκέψη του με κάποιο πόρισμα, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει σε αδιέξοδο. Αυτό το αδιέξοδο που καλείται ο ίδιος να ξεπεράσει. Και μπορεί να το ξεπεράσει, εξασκώντας την τέχνη του να μην κάνει τίποτα αναφορικά με αυτά που σκέφτεται και νιώθει για την κάθε υπόθεση.
ΠΗΓΗ: Kim R. Bobrowsky
Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Δ.Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ – DPO/GDPR ex.