Το πρακτικό της Διαμεσολάβησης είναι το έγγραφο με το οποίο ολοκληρώνεται η διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Στις περιπτώσεις που το αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης είναι η επίλυση της διαφοράς τότε περιλαμβάνει την τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη. Με δεδομένο ότι η Διαμεσολάβηση μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ώρες ή εντός το ανώτερο 24 ωρών τα μέρη έχουν στα χέρια τους μια εξαιρετικά χρήσιμη διαδικασία, η οποία μπορεί μέσα σε διάστημα μόλις μιας ημέρας να τα εφοδιάσει όχι μόνο με μια συμφωνία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους και σύμφωνη με τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες τους, ικανοποιητική και για τις δύο πλευρές αλλά και με μια συμφωνία εκτελεστή ισοδύναμη ως προς τα έννομα αποτελέσματα της με μια δικαστική απόφαση.
Στο περιεχόμενο του πρακτικού επιτυχίας της Διαμεσολάβησης πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνονται τα πλήρη στοιχεία των μερών, των νομικών τους παραστατών καθώς και κάθε άλλου συμμετέχοντος στη διαδικασίας. Επίσης πρέπει να περιλαμβάνεται η πρωτότυπη συμφωνία με την οποία τα μέρη αποφάσισαν την υπαγωγή της υπόθεσης τους σε Διαμεσολάβηση και με την οποία δεσμεύτηκαν να τηρήσουν τους κανόνες και τις αρχές της διαδικασίας καθώς αυτές οι αρχές, όπως η αρχή της εμπιστευτικότητας, δεσμεύουν όλους τους συμμετέχοντες ακόμη και μετά την επίτευξη συμφωνίας. Εφόσον τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία αυτή αποτυπώνεται γραπτά και περιλαμβάνεται στο πρακτικό Διαμεσολάβησης.
Αν και για την αποτύπωση της συμφωνίας που κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης υπεύθυνοι είναι οι νομικοί παραστάτες των μερών παρόλα αυτά και στο στάδιο αυτό, το οποίο σε πιο σύνθετες υποθέσεις μπορεί να απαιτεί πολύ χρόνο, παραμένει σημαντικός ο ρόλος του Διαμεσολαβητή.
Ο Διαμεσολαβητής θα συμβάλλει με την επιβεβαίωση ότι όλοι οι όροι που συμφώνησαν τα μέρη έχουν περιληφθεί στη γραπτή συμφωνία καθώς και με την επίλυση θεμάτων που ανακύπτουν κατά την σύνταξη της συμφωνίας και τα οποία μπορεί να είχαν εκτιμηθεί ως ήσσονος σημασίας, θα μπορούσαν όμως να δυναμιτίσουν την τελευταία στιγμή την υπογραφή της συμφωνίας. Και σε αυτό το στάδιο, κάποιοι όροι της γραπτής συμφωνίας μπορεί να απαιτήσουν περισσότερη διερεύνηση καθώς και περαιτέρω διαπραγμάτευση του Διαμεσολαβητή με τα μέρη σε κατ’ ιδίαν ή σε κοινή συνεδρία.
Το πρακτικό της Διαμεσολάβησης υπογράφεται από τον Διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμμετέχει υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στη διαδικασία.
Σύμφωνα με τη διατύπωση του Ν. 4512/2018 «κάθε μέρος δικαιούται να παραλάβει από ένα ισόκυρο πρακτικό το οποίο και δύναται να καταθέτει οποτεδήποτε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης». Η κατάθεση του πρακτικού Διαμεσολάβησης στην γραμματεία του δικαστηρίου δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά δυνατότητα των μερών.
Στη συνήθη πρακτική το πρακτικό της Διαμεσολάβησης κατατίθεται από το Διαμεσολαβητή στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, μαζί με ένα παράβολο του δημοσίου αξίας 50 ευρώ και τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών των δικηγόρων που παρέστησαν στη διαδικασία.
Το πρακτικό Διαμεσολάβησης αριθμείται και καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο και εν συνεχεία παραδίδονται στο Διαμεσολαβητή επίσημα αντίγραφα του κατατεθειμένου πρακτικού, τα οποία και παραδίδονται από το Διαμεσολαβητή στους δικηγόρους των μερών.
Αυτό στην πραγματικότητα επιβάλλεται και από την πρόβλεψη του άρθρου 197 του Ν. 4512/2018 σύμφωνα με την οποία ο Διαμεσολαβητής έχει εν συνεχεία υποχρέωση να δηλώνει στην ετήσια έκθεση του προς την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μεταξύ άλλων στοιχείων και πληροφοριών και την κατάθεση ή μη του πρακτικού Διαμεσολάβησης στο Πρωτοδικείο.
Το πρακτικό της Διαμεσολάβησης από την κατάθεση του στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για την ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί τίτλο εκτελεστό σύμφωνα με το άρθρο 904 του ΚΠολΔ.
Η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα της Διαμεσολάβησης είναι προφανής και αναμφισβήτητη, καθώς τα μέρη μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούν να αποκτήσουν μια συμφωνία – τίτλο εκτελεστό, το πρακτικό Διαμεσολάβησης, ικανοποιητικό και για τις δύο πλευρές σε αντίθεση με τη έκδοση δικαστικής απόφασης που αναμφισβήτητα απαιτεί όχι μόνο πολύ περισσότερο χρόνο, αλλά ενέχει πάντα τον κίνδυνο αμφίβολου αποτελέσματος και το κυριότερο έχει νικητές και νικημένους.
Παναγιώτα Λουκάκου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών