Η εισαγωγή του θεσμού της Διαμεσολάβησης για τον ουσιαστικό διακανονισμό και τη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων σηματοδοτεί την έναρξη της πραγματικής προσπάθειας για την έξοδο της επιχειρηματικότητας από το δαιδαλώδες σύστημα για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών, που προέρχονται τόσο από τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και από το Δημόσιο. Πιο συγκεκριμένα, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής προέκρινε δύο βασικές αρχές: κατ’ αρχάς την καθολικότητα των δανειστών και κατά δεύτερον την – υπό ευρεία έννοια – θεώρηση του όρου επιχειρηματίες, συμπεριλαμβάνοντας στους ωφελούμενους από τη ρύθμιση και τις ατομικές επιχειρήσεις, δηλαδή τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Με τα «κόκκινα», ήτοι μη εξυπηρετούμενα, δάνεια να υπολογίζονται σε πάνω από 100 δισ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν το 70% να αφορά τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, η αναγγελθείσα πρωτοβουλία συντάσσεται με την εκφρασμένη ανάγκη ουσιαστικής και κυρίως οριστικής διευθέτησης των επιχειρηματικών δανείων, προκειμένου να πληρωθεί ο σκοπός της επαναλειτουργίας της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η θέση σε εφαρμογή του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, του οποίου κινητήριος μοχλός και κυρίως εγγυητής αποτελεί ο Διαμεσολαβητής.
Τίθονται, κατ’ αρχάς, δύο βασικές προϋποθέσεις και κριτήρια για την υπαγωγή των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων στη ρύθμιση. Από τη μια μεριά η επιχείρηση θα πρέπει να είναι υπερχρεωμένη, δηλαδή να έχει περιέλθει σε πλήρη και μόνιμη, υπό τις παρούσες συνθήκες, αδυναμία πληρωμής, χωρίς υπαιτιότητα, και από την άλλη μεριά, το χρέος της να θεωρείται βιώσιμο, να μπορεί δηλαδή δυνητικά, μέσα από τα προτεινόμενα μέτρα, να επανακάμψει.
Για την περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων – το θέμα αυτό αποτελεί βασική πτυχή – στη ρύθμιση τίθενται υποχρεωτικά όλες οι οφειλές. Έτσι, τα χρέη στην εφορία, συμπεριλαμβανομένου και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α) και στα ασφαλιστικά ταμεία (ΟΑΕΕ), περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στη ρύθμιση μαζί με τις οφειλές στα πιστωτικά ιδρύματα.
Η ειδοποιός διαφορά στο σημείο αυτό σε σχέση με τις προηγούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες είναι ακριβώς ότι, αφενός, η κάθε περίπτωση κρίνεται ad hoc και αφετέρου, δεν εξετάζεται ή εν πάση περιπτώσει έχει λίγη σημασία, το συνολικό ύψος των οφειλών. Παράλληλα εισάγεται ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης η πραγματική οικονομική κατάσταση του υποψήφιου προς ρύθμιση επιχειρηματία, μετόχων κ.λπ., δηλαδή τίθεται η ασφαλιστική δικλίδα της «ειλικρινούς δήλωσης» υπό την έννοια ότι η συμμετοχή στο μηχανισμό προϋποθέτει την παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων προς επαλήθευση των εισοδημάτων του.
Σε σχέση με την προηγούμενη ρύθμιση, γνωστή ως νόμος Δένδια (ν.4307/2014), που προέβλεπε αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια με αυξημένους τζίρους ως προϋπόθεση συμμετοχής, και παράλληλα προέκρινε λύσεις συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας και δεν περιελάμβανε στο σχέδιο διευθέτησης τις οφειλές προς το κράτος γενικά, παρά μόνο την απαλλαγή των δανειοληπτών από τόκους και προσαυξήσεις, και έδινε την πρωτοβουλία και την τελική πρόταση μονομερώς στο ή στα πιστωτικό/α ίδρυμα/ιδρύματα, η προχθεσινή απόφαση του ΚΥΣΟΙΠ υπάγει την υπόθεση ως σύνολο στην κρίση ανεξάρτητου, αμερόληπτου, διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΥΔΔΑΔ).
Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται οι σκόπελοι της απροθυμίας ή επιφυλακτικότητας των υπαλλήλων των τραπεζών να επικυρώσουν τα σχέδια διευθέτησης και εναπόκειται στον διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή, η διάνοιξη των διόδων οριστικής συμφωνίας των μερών, η οποία επικυρώνεται και δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, ακόμα κι αν σε αυτό έχουν συμφωνήσει μόνο οι πιστωτές που αντιπροσωπεύουν το 60% της συνολικής οφειλής.
Στην εξωδικαστική διαδικασία υπό τον διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι της επιχείρησης, καθώς έχει τεθεί ως βασικός στόχος της πρωτοβουλίας και η εξασφάλιση των θέσεων εργασίας.
Η απόφαση αυτή συντάσσεται με τη γενικότερη ανάγκη διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων και δη των επιχειρηματικών, του οποίου η επιτυχία θα εξασφαλίσει στα πιστωτικά ιδρύματα την αναζητούμενη ρευστότητα. Η επιτυχία του μηχανισμού μέσω της Διαμεσολάβησης θα εξασφαλίσει την εξυγίανση μεγάλης μερίδας επιχειρήσεων και παράλληλα θα βάλει τα θεμέλια για την εδραίωση στη συνείδηση της κοινής γνώμης και των παραγωγικών φορέων της σημασίας του θεσμού εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Πρόκειται λοιπόν για win-win λύσεις. Ο χρόνος θα επαληθεύσει αυτή την πρόθεση.