Bill Eddy – Ένας από τους διασημότερους, διεθνούς κύρους, Διαμεσολαβητές σε οικογενειακές διαφορές από το 1979, μας απαντά:

Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν πάνε πάντα καλά όλες οι Διαμεσολαβήσεις. Μερικές φορές τα μέρη είναι αδιάλλακτα, άλλα είναι πολύ αδύναμα να μιλήσουν για το πρόβλημά τους και τον εαυτό τους, ενώ άλλες φορές τα ζητήματα που τίθενται είναι πέρα από το πεδίο γνώσεων του ίδιου του Διαμεσολαβητή. Φυσικά, η ίδια η επίτευξη της συμφωνίας μερικές φορές δεν επιτυγχάνεται εξαιτίας και άλλων παραγόντων, π.χ. λόγω μη ορθής εκπροσώπησης των παρισταμένων μερών.

«Με ρωτούν συχνά, εάν πιστεύω ότι, όταν έχω ενώπιόν μου ένα διαζύγιο που δύσκολα καταλήγει σε επίτευξη συμφωνίας, εγώ ως Διαμεσολαβητής θα πρέπει να αποχωρήσω από την υπόθεση (π.χ. περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας)».

Οι προπαρασκευαστικές συναντήσεις μπορούν να βοηθήσουν τα μέρη να κατανοήσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ώστε να καταλάβουν εάν πραγματικά επιθυμούν την επίλυση της διαφοράς τους με αυτό τον τρόπο, ακόμα μάλιστα και σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Μετά από τρεις δεκαετίες συζήτησης, τα περισσότερα προγράμματα Διαμεσολάβησης συμφωνούν ότι, επαρκώς εκπαιδευμένοι και έμπειροι Διαμεσολαβητές μπορούν να διαχειριστούν τις περισσότερες πλέον υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, με κάποιες φυσικά εξαιρέσεις. Βέβαια, ο Διαμεσολαβητής σε όλες τις υποθέσεις, θα πρέπει να παραμένει σε εγρήγορση σχετικά με θέματα ασφάλειας, που δύνανται να προκύψουν σε όλη τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης.

«Όταν δεν φαίνεται να υπάρχουν θέματα ενδοοικογενειακής βίας, ενθαρρύνω πάντα τα μέρη να συμμετέχουν στη διαδικασία Διαμεσολάβησης, ακόμα και αν υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδέχεται να μην καταλήξουν σε συμφωνία. Έχω μια πολύ αισιόδοξη προσέγγιση στη Διαμεσολάβηση. Πιστεύω ότι, ακόμα και όταν πρόκειται για ζευγάρια με σφοδρή αντιδικία, υπάρχουν πάντα περιθώρια επίτευξης συμφωνίας με Διαμεσολάβηση και στην πράξη αυτό τελικά συμβαίνει. Φυσικά, δεν υπάρχει κάποιο εργαλείο αξιολόγησης που έχω υπόψη μου, το οποίο να μπορεί να προβλέψει εκ των προτέρων αν τα μέρη θα επιτύχουν συμφωνία ή όχι».

Η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που χειρίζομαι ως διαμεσολαβητής  καταλήγουν συνήθως σε συμφωνία, έστω και αν είναι στο ξεκίνημά τους πολύ μακριά από την επίτευξη της συμφωνίας. Είναι φυσικά μια εκούσια διαδικασία, έτσι ώστε, εάν ανά πάσα στιγμή ένα εκ των μερών επιθυμεί να αποχωρήσει, να μπορεί να το πράξει.

«Μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας στη Διαμεσολάβηση, θεωρώ ότι δεν μπορώ να πω με σιγουριά (ακόμα και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εάν τα μέρη θα καταλήξουν σε συμφωνία ή εάν θα «κολλήσουν» και θα εγκαταλείψουν το τραπέζι της Διαμεσολάβησης. Είμαι όμως πάντα δίπλα στα μέρη, προσπαθώ να τους βοηθήσω να ηρεμήσουν από τη σύγκρουση, ακόμα και αν η διαφωνία τους δεν καταλήξει σε επίτευξη συμφωνίας».

Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι κάποια ζευγάρια θέλουν περισσότερο χρόνο για να ηρεμήσουν, να κατανοήσουν την κατάσταση, να γίνουν δεκτικά σε συμβιβασμό, και να κατανοήσουν πλήρως τις επιλογές τους. Δεν υπάρχει σημείο κατά την πορεία της διαδικασίας, στο οποίο ένας Διαμεσολαβητής θα πρέπει να «εγκαταλείψει» τα μέρη, απλώς και μόνο επειδή αυτά δεν σημειώνουν πρόοδο. Πολλά μέρη πραγματικά χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Αντ΄αυτού,  η προσέγγισή μου είναι ότι τα ίδια τα μέρη θα πρέπει να δώσουν λύση στη σύγκρουσή τους. Αυτό ονομάζεται συναίνεση, που δεν είναι παρά μέρος του αυτοπροσδιορισμού της ανθρώπινής ύπαρξης και ένας από τους πυλώνες του κώδικα ηθικής της διαμεσολάβησης.

«Για λόγους ψυχικής υγείας των μερών, ως Διαμεσολαβητές θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, εάν χρειαστεί να αποχωρήσουμε από τη διαδικασία Διαμεσολάβησης. Ένα ή και τα δύο μέρη μπορεί να αισθάνεται ιδιαίτερα ανασφαλές στη ζωή του σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Αυτό βεβαίως ενισχύεται, εάν η υπόθεση δεν πηγαίνει καλά.  Διαμεσολαβητές αναπτύσσουν μια στενή σχέση με τα μέρη, θα έλεγε κανείς παρόμοια με εκείνη των ψυχολόγων. Γνωρίζουμε ότι, όταν τελειώνει μια στενή σχέση, μπορεί να είναι τραυματική και να προκαλέσει βαθιά συναισθήματα. Για τα εμπλεκόμενα μέρη που βιώνουν τον χωρισμό, μια τέτοια τραυματική σχέση έχει ήδη μόλις λήξει με τον σύζυγό τους, μπορείτε να καταλάβετε εν συνεχεία, τα συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ένα εκ των μερών, εάν να συμβεί ένας Διαμεσολαβητής να δείξει ότι «εγκαταλείπει» τα μέρη. Αυτός είναι ο λόγος που προτιμώ να είμαι κοντά στα μέρη, εκτός εάν τα ίδια δεν επιθυμούν πλέον να είμαι ο Διαμεσολαβητής τους».

Από ένα σύνολο περίπου 2.000 Διαμεσολαβήσεων που έχω διεξαγάγει, έχω αποχωρήσει μόνον σε δύο περιπτώσεις. Στη μία περίπτωση, κατά τη διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης, η σύζυγος έριξε ένα φλυτζάνι με νερό πάνω στο σύζυγό της,  όταν αυτός έκανε μια πρόταση, που πραγματικά δεν της άρεσε. Ήξερα ότι στο παρελθόν η ίδια είχε σπάσει το παράθυρο του αυτοκινήτου του συζύγου της,  γι ‘αυτό και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παρορμητική συμπεριφορά και δήλωσα ότι δεν επιθυμώ να συνεχίσω τη Διαμεσολάβηση.

Η άλλη περίπτωση Διαμεσολάβησης από την οποία αποχώρησα, ήταν γιατί, σε μία υπόθεση επικείμενου διαζυγίου, το ζευγάρι μετά από έναν ολόκληρο χρόνο επικοινωνίας, από διαφορετικές πόλεις, μέσω τηλεφωνικών κλήσεων συνδιάσκεψης, δεν είχε σημειώσει καμία πρόοδο σε σχετικά απλά θέματα. Σε κάποιο σημείο της διαδικασίας, τους είπα ότι έπρεπε να πάρει κάποιος από τους δύο μία πρωτοβουλία για να λάβουν αποφάσεις για τη ζωή τους. Θα μπορούσαν μάλιστα να έχουν προσφύγει δικαστικά και να τελειώσουν γρήγορα την υπόθεσή τους. Δεν ήμουν  πλέον διατεθειμένος να συμμετέχω σε μια διαδικασία κατά την οποία κανένα εκ των μερών δεν είχε ως κίνητρο τη συμφωνία – ακόμα και μετά από ένα χρόνο κλήσεων συνδιάσκεψης σε συχνά χρονικά διαστήματα.

Συμπέρασμα:

Για ηθικούς, αλλά και για ψυχολογικούς λόγους, πιστεύω ότι θα πρέπει ως Διαμεσολαβητές να μην εγκαταλείπουμε τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Πρέπει όμως να παραμένουμε συνεχώς σε εγρήγορση, γιατί υπάρχουν πάντα και δύσκολα μέρη που εμπλέκονται στη διαφορά αλλά και δύσκολα ζητήματα προς επίλυση. Θα πρέπει να παρέχουμε στα μέρη όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης αλλά και των δικών μας γνώσεων, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν εάν επιθυμούν τη παραμονή τους στο τραπέζι της Διαμεσολάβησης ή εάν θα συνεχίσουν τη διένεξή τους μέσω άλλης διαδικασίας. Είναι άλλωστε στο χέρι τους εάν θα συνεχίσουν, αλλά είναι και στο δικό μας χέρι να αναγνωρίσουμε ότι  είναι αναγκαίο και σκόπιμο να αποχωρήσουμε – εάν αυτό κριθεί απαραίτητο από τις συνθήκες.

 

Νανά Παπαδογεωργάκη

Δικηγόρος LLM

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ & UK

Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών

 

Πηγή:

(https://apfmnet.org/when-should-a-mediator-withdraw/)