Άρθρο – Παρέμβαση με αφορμή την διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Του Θεοχάρη Αγγελίδη
Δικηγόρου – Διαμεσολαβητή – Εκπαιδευτή Διαμεσολαβητών
Με την ανακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι έθεσε προς διαβούλευση σχέδιο νόμου για την ρύθμιση του θεσμού της Διαμεσολάβησης, ορίζοντας μάλιστα πραγματικά ασφυκτικές προθεσμίες για την συμμετοχή του κοινού σε αυτήν, στην δικηγορική κοινότητα, όπως αυτή τουλάχιστον εκφράζεται μέσα από τις ποικίλες ομάδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ήταν αναμενόμενο ότι θα προέκυπταν ποικίλες αλλά ακόμη και έντονες αντιδράσεις.
Θεωρώ τις αντιδράσεις αυτές απολύτως δικαιολογημένες.
Στο χρονικό διάστημα, που από την θέση σε ισχύ του νόμου 3898/2010 και στην συνέχεια από την αδειοδότηση των Εκπαιδευτικών Κέντρων για την Διαμεσολάβηση, που οι δικηγορικοί σύλλογοι αυτάρεσκα κράτησαν μόνο για τον εαυτό τους (παρά το ότι ο περιορισμός αυτός δεν ήταν συμβατός με την οδηγία της 2008/52 ΕΚ) το αποκλειστικό προνόμιο να παρέχουν αυτοί και μόνο την εκπαίδευση, που ο νόμος προβλέπει στους υποψήφιους διαμεσολαβητές, δεν έκαναν παράλληλα όσα όφειλαν (ούτε καν αξιοποιώντας τα κέρδη τους από την δραστηριότητα αυτή) για να γίνει γνωστός και να διαδοθεί ο θεσμός, έστω μεταξύ του δικηγορικού και του δικαστικού σώματος, ώστε σήμερα να έχουν αρθεί πολλές από τις επιφυλάξεις και πολύ περισσότερο από τις αντιδράσεις, που εκφράζονται.
Το νομοσχέδιο, που επεξεργάστηκε και προτείνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι η αλήθεια ότι αιφνιδίασε ακόμη και τα ενεργά μέλη της άτυπης κοινότητας των διαμεσολαβητών στην χώρα μας, η οποία είναι πολυπληθής, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τον αριθμό των πιστοποιημένων διαμεσολαβητών. Την βρήκε ανέτοιμη να το υπερασπιστεί, παρά το ότι τα ζητήματα, που με αφορμή αυτό τίθενται, είναι ζητήματα, που έχουν αντιμετωπιστεί ήδη σε άλλες χώρες, αντιμετωπίζονται ακόμη και σήμερα και έχει από καιρό αναπτυχθεί μια σχετική φιλολογία περί αυτά.
Η Διαμεσολάβηση είναι γνωστό ότι εντάσσεται στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών. Ωστόσο έχει επιλεγεί από τον νομοθέτη της ΕΕ και κατά συνέπεια αναγκαστικά και από τον Έλληνα νομοθέτη να παίξει έναν πιο σημαντικό ρόλο, σε σχέση με τους υπόλοιπους εναλλακτικούς τρόπους, με σκοπό αφενός την ανακούφιση του δικαιοδοτικού συστήματος και αφετέρου την άσκηση των μελών της κοινωνίας σε πρακτικές, με τις οποίες αναλαμβάνουν τα ίδια την ευθύνη για την επίλυση των διαφορών τους, με τρόπους που οι ίδιοι συμφωνούν και που δεσμεύονται στην συνέχεια να τηρήσουν, ασκούμενοι με τον τρόπο αυτό σε μια πιο υπεύθυνη κοινωνικά λειτουργία τους και σε μια διαδικασία, κατά την οποία ο πολίτης αναλαμβάνει ενεργούς ρόλους στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πράγματα, υπό τις αρχές της μη βίας και της δημιουργικής προσπάθειας.
Ο πυρήνας της διαμεσολάβησης είναι η έννοια της σύγκρουσης και η διαχείριση της. Πλην όμως ενώ το δικαιοδοτικό σύστημα σήμερα είναι προσανατολισμένο στην δια της απονομής του Δικαίου (το οποίο διαγιγνώσκει και επιβάλει ο Δικαστής) αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας και στην δια της απειλής επιβολής συνεπειών και κυρώσεων σε κάθε έναν, που θα επιχειρούσε μια άδικη κοινωνικά ή οικονομικά πράξη, η διαμεσολάβηση είναι αυτή, που επιχειρεί στον πυρήνα της έννοιας της σύγκρουσης, με σκοπό αν όχι να την εξαλείψει, τουλάχιστον να αποτρέψει την κλιμάκωση της και στην δια του ελέγχου της συγκρούσεως από τα ίδια τα συμμετέχοντα σε αυτήν μέρη δημιουργία προϋποθέσεων και προοπτικών, ώστε αυτή από μια παθογένεια των ανθρωπίνων σχέσεων να μετατραπεί σε αφορμή για συμφιλίωση και εποικοδομητική και δημιουργική πράξη.
Μια τέτοια προοπτική βεβαίως είναι λογικό να «απειλεί» το δικαιοδοτικό μας σύστημα και τους επαγγελματίες, που το υπηρετούν, τόσο σε ότι αφορά στο μέρος της κοινωνικής εξουσίας, που αναμφίβολα τους δίνει η εμπλοκή τους στον μηχανισμό αυτόν όσο βεβαίως και σε ότι αφορά στο μέρος της προσωπικής τους οικονομίας, πόσο μάλλον σε μια περίοδο έντονης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.
Την ίδια στιγμή, μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση έρχεται να αμφισβητήσει συθέμελα το οικοδόμημα μια ολόκληρης επιστήμης, που θεωρεί προνόμιο της να δίνει λύσεις στις διαφορές των μελών της κοινωνίας καθώς και μιας ιδεολογίας, που διέπει την άσκηση της. Η οποία ιδεολογία συνοψίζεται στο σχήμα, όπου ένας τρίτος, ειδικός, με όπλο την επιστήμη του, επιβάλει την άποψη του και την άποψη της επιστήμης του στην κοινωνία επί θεμάτων, επί των οποίων τα μέλη του ερίζουν, από την οποία κοινωνία (υποτίθεται ότι) ανατροφοδοτείται σε πληροφορίες και αξίες, τις επεξεργάζεται, τις βελτιώνει και τις αναπαράγει.
Ίσως αυτή να είναι η κύρια αιτία για την έστω και πολλές φορές ενστικτώδη σφοδρή αντίδραση του δικηγορικού σώματος στην προοπτική της ενίσχυσης του ρόλου που θα κληθεί να παίξει ο θεσμός της διαμεσολάβησης στο πεδίο της επίλυσης των διαφορών των μελών της κοινωνίας.
Επιχειρήματα υπάρχουν πολλά εκατέρωθεν– Υπέρ και Κατά!
Ακόμη και όταν ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής, δεν στερούνται παντελώς βάσης.
Οταν ο δικηγόρος προσπαθεί να υπερασπιστεί την ήδη πολλαπλώς συρρικνωμένη δικηγορική ύλη και θεωρεί ότι η διαμεσολάβηση είναι μια απειλή πόσο μάλλον, που πιστεύει ότι στο εν γένει δικαιοδοτικό έργο, εμπλέκονται πια και μη νομικοί, αφού διαμεσολαβητής μπορεί να γίνει ο καθένας, οπότε αφήνει την πόρτα ανοιχτή σε μη νομικούς να του παίρνουν τη δουλειά, χωρίς μάλιστα θεσμική κατοχύρωση και εχέγγυα και εν τέλει μια μια πολύ χαμηλής εξειδίκευσης εκπαίδευση μιας εβδομάδας, είναι απολύτως δικαιολογημένο να αντιδρά και μάλιστα να αντιδρά έντονα.
Και είμαι βέβαιος ότι όταν θα κληθεί να εκφραστεί και το δικαστικό σώμα επί του θεσμού θα εκφράσει έντονες επιφυλάξεις, που θα λάβουν την μορφή αμφισβητήσεων, αμφιβολιών, αντιρρήσεων ως προς την αποτελεσματικότητα, την προσφορότητα, κλπ. Κατά την άποψη μου το έχει ήδη κάνει με την πλήρη έως σήμερα απαξίωση της.
Κατά βάθος όμως η Διαμεσολάβηση είναι κάτι καινούργιο, απειλεί όχι ευθέως βεβαίως το δικαστικό σώμα, αλλά την λογική της προσέγγισης, που ο δικαιοδοτικός μηχανισμός έχει στο ζήτημα των κοινωνικών συγκρούσεων και αυτό είναι που θα ενοχλήσει και το σώμα αυτό, έστω και αν εξωτερικά δείχνει ότι η προοπτική είναι να ανακουφίσει τα μέλη του από τον φόρτο της εργασίας και μάλιστα πολλές φορές από τον φόρτο εργασίας ρουτίνας.
Οι διάλογοι που αναπτύσσονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ομοιάζουν περισσότερο με παράλληλους μονόλογους, εμπεριέχουν πολλές αυθαίρετες και υπερβολικές απόψεις, εκφέρονται δε χωρίς εμπειρική και θεωρητική τεκμηρίωση.
Αν αυτό θα είναι που θα συνεχιστεί και μετά την ψήφιση και θέση σε ισχύ του νόμου και υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμος δεν θα διαφοροποιηθεί σημαντικά, είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή του θα υπονομευθεί εκ των πραγμάτων, εξαιτίας των διαφωνιών και των εντάσεων και θα καταλήξει ακόμη ένας αναποτελεσματικός νόμος, που ως φυσική συνέχεια θα έχει την πλήρη ανενέργεια του.
Ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω τους διαλόγους αυτούς εντελώς ασύμβατους με το ίδιο το ιδεολογικό υπόβαθρο της διαμεσολάβησης, τις βασικές της παραδοχές και εν τέλει με την υποχρέωση της ιδίας να αποδείξει την κοινωνική της χρησιμότητα. Η συνέχιση τους υπό το καθεστώς της έντασης δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο από το να υπονομεύει την ίδια, ως θεσμό, ως διαδικασία και ως (γιατί όχι) εν τη γεννέσει της νέα επιστήμη.
Θεωρώ ότι οι διάλογοι αυτοί θα πρέπει να εμπλουτιστούν, μεταφερομένοι σε έναν άλλον χώρο, που θα είναι κατάλληλος και ικανός να φιλοξενήσει τον επιστημονικό διάλογο και την επιστημονική προσέγγιση.
Και ο διάλογος αυτός θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την πρωτοβουλία των ιδίων των διαμεσολαβητών. Τούτο διότι η διαμεσολάβηση είναι αυτή που φέρνει το καινούργιο, είναι η ίδια καινούργια και όσοι την έχουν ενστερνιστεί, οφείλουν και να την υποστηρίξουν, για να αποδειχτεί τι είναι και ποια είναι η αξία της.
Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με την διοργάνωση μια ημερίδας, στην οποία θα κληθούν να εκφραστούν τόσο οι απόψεις υπέρ όσο και οι απόψεις κατά της Διαμεσολάβησης, υπό τον συντονισμό ανθρώπων, που έχουν σχετική εμπειρία από monitoring.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω πως έχω στα χέρια μου μια ποιοτική έρευνα – σε γερμανική γλώσσα – σχετικά με την αποδοχή εκ μέρους των δικηγόρων του θεσμού της Διαμεσολάβησης, που διεξήχθη με δομημένες συνεντεύξεις (ως μία από τις τεχνικές των κοινωνικών ερευνών) με τον τίτλο: Γιατί οι δικηγόροι (δεν) θέλουν την διαμεσολάβηση.
Η διάκριση που κάνει εν τέλει μεταξύ αυτών, χωρίζοντας τους σε τρεις κατηγορίες είναι η εξής:
- Σε αυτούς, που είναι υπέρ της Διαμεσολάβησης,
- Σε αυτούς, που είναι κατά της Διαμεσολάβησης και
- Σε αυτούς, που ήταν κατά της Διαμεσολάβησης και έγιναν ΥΠΕΡ, όταν έμαθαν τι είναι.
Με την ελπίδα μιας ελάχιστης συμβολής στο άνοιγμα μιας εποικοδομητικής συζήτησης.
Θεοχάρης Αγγελίδης
Δικηγόρος Γιαννιτσών στον Άρειο Πάγο
Διαμεσολαβητής
Εκπαιδευτής Διαμεσολαβητών
Μεταφραστής του βιβλίου του Christoph Besemer:
«Διαμεσολάβηση – Μεσολάβηση σε Συγκρούσεις»