Είναι καθοριστικό στοιχείο της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής να θέτει «βασικούς κανόνες» για τον τρόπο που τα μέρη θα εργαστούν μαζί για τα ουσιαστικά θέματα που τους φέρνουν στη Διαμεσολάβηση. «Βασικοί κανόνες» στη Διαμεσολάβηση δεν νοούνται, ενδεχομένως όπως πολλοί νομίζουν, οτι ο διαμεσολαβητής θα επιβάλλει συγκεκριμένους κανόνες, αλλά αφορά τον τρόπο που η Διαμεσολάβηση θα προχωρήσει με την ξεκάθαρη και σύμφωνη γνώμη των δύο ενδιαφερόμενων μερών. Με αυτό το σκεπτικό, οι διαμεσολαβητές τείνουν να χρησιμοποιούν, πιο γενικά, την σημασία των «βασικών συμφωνιών» των μερών πριν τη Διαμεσολάβηση.
Ο διαχωρισμός είναι σημαντικός καθώς εάν από την αρχή της διαδικασίας τα μέρη έχουν ενεργή συμμετοχή να δώσουν «μορφή» στη Διαμεσολάβηση, κάνουν ήδη μεγάλα βήματα να βεβαιώσουν ότι θα είναι ενεργοί συμμετέχοντες της διαδικασίας οι ίδιοι. Σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής αναλάβει αμέσως ευθύνη και θέσει «κανόνες», τα μέρη πιο εύκολα θα κοιτούν σε εκείνον/η για την ουσιαστική λύση ενδυναμώνοντας τα θεμέλια της γνωστής «συγκρουσιακής παγίδας». Οταν τα μέρη είναι μόνα τους υπεύθυνα, βασίζονται στην επινοητικότητά τους ώστε να φύγουν από αυτή την παγίδα. «Δουλεύοντας μαζί» από την αρχή τα μέρη βοηθούν να σχηματιστεί η δική τους διαδικασία.
Σε όλες σχεδόν τις υποθέσεις είναι πολύ σημαντικό για μία επιτυχημένη διαδικασία να καθοριστεί ποιά θα είναι τα μέρη στη Διαμεσολάβηση, με ποιο τρόπο θα υπάρχει διάλογος σχετικά με τα νομικά θέματα της υπόθεσης, εάν προκύπτουν, ή ακόμη ποιες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν στη διαδικασία, βάσει του απορρήτου της, και θα προστατευτούν από ενδεχόμενο μελλοντικό Δικαστήριο και ακόμη, εάν τα μέρη επιθυμούν να μοιραστούν τις διαπραγματεύσεις τους με κάποιον τρίτο που θέλουν να βρίσκεται στη διαδικασία ή να τηλεφωνήσουν κατά τη διάρκειά της σε τρίτο πρόσωπο για να έχουν και μία άλλη γνώμη ή τη συμφωνία τους. Είναι ακόμη απαραίτητο να καθορίζεται ο χρόνος συνομιλίας του διαμεσολαβητή με το κάθε μέρος είτε βρίσκονται μαζί στη διαδικασία είτε σε κατ’ιδίαν συναντήσεις με το διαμεσολαβητή, ο ρόλος των δικηγόρων στη διαδικασία, καθώς και η ευθύνη των μερών για την αμοιβή του διαμεσολαβητή.
Σε κάθε μία από τις παραπάνω «βασικές συμφωνίες» ο διαμεσολαβητής προχωρά βήμα βήμα ώστε να ξεκαθαρίζονται όλα από τα ίδια τα μέρη και το διαμεσολαβητή. Πολλοί διαμεσολαβητές είναι σκεπτικοί για το πόσο μπορούν να επιμείνουν σε αυτές τις συμφωνίες και πόσο χρόνο θα πρέπει να δώσουν στο στάδιο αυτό, πριν τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, στα μέρη να συμφωνήσουν, και προτιμούν να θέτουν «βασικούς κανόνες» στην αρχή της διαδικασίας στην εναρκτήρια ομιλία τους στη Διαμεσολάβηση και κατόπιν να συνεχίσουν στην ουσία της υπόθεσης. Εχει αποδειχτεί ότι ο χρόνος στο στάδιο προετοιμασίας της Διαμεσολάβησης θέτοντας «βασικές συμφωνίες» των μερών, όπως αναφέρονται ανωτέρω, είναι χρόνος προς όφελος της διαδικασίας.
Οποιαδήποτε ζητήματα, από τα προαναφερόμενα, προκύψουν σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, οι «βασικές συμφωνίες» που πρέπει να γίνουν αποδεκτές και κατανοητές και από τα δύο μέρη δεν είναι απλά ένας πρόλογος ή εισαγωγή στη Διαμεσολάβηση αλλά ένα κρίσιμο και απαραίτητο στάδιο αυτής. Εφόσον γίνονται με αυθεντικότητα, διασφαλίζουν την ακεραιότητα της διαδικασίας και τη δυναμική της. Όταν επιβάλλονται κανόνες, όπως στα Δικαστήρια, ή με συναίνεση του διαμεσολαβητή, η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει μεν, αλλά είναι χωρίς κίνητρο και δέσμευση από τα μέρη, ουδόλως κινητήριος δύναμη προς διάλογο και εύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Οταν τα μέρη αποφασίζουν μόνα τους για λόγους που έχουν σημασία στους ίδιους και είναι συναφείς με του στόχους που έχουν θέσει οι ίδιοι, η Διαμεσολάβηση μπορεί να χτιστεί σε κοινή βάση και να έχει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα.
Βικτωρία Λιούτα
Δικηγόρος και Διαπιστευμένη Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών
(“Mediation Through Understanding” – Gary Friedman, Jack Himmelstein)