Στη σύγχρονη εποχή οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις σχετικά με την επιμέλεια των τέκνων, καθώς και με την επικοινωνία με αυτά μετά το διαζύγιο των γονέων τους, είναι περισσότερο συχνές από ποτέ, με τις σχετικές υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων να αυξάνονται συνεχώς. Ωστόσο, η δικαστική οδός δεν αποτελεί πάντα την καλύτερη λύση για τη ρύθμιση αυτών των ζητημάτων. Συχνά, εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης διαφορών, όπως η Διαμεσολάβηση, ενδέχεται να είναι η προτιμότερη επιλογή.
Η Διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια ενός ουδέτερου τρίτου προσώπου (του Διαμεσολαβητή), καθορίζουν τα επιμέρους ζητήματα στα οποία έγκειται η διαφωνία τους και προσπαθούν να τα επιλύσουν καταλήγοντας σε μια κοινώς αποδεκτή συμφωνία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, πριν από τη συζήτηση της σχετικής αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου, τα μέρη υποχρεούνται να εμφανισθούν σε μια πρώτη συνάντηση, κατά την οποία ενημερώνονται για τον θεσμό της Διαμεσολάβησης. Τα μέρη δεν υποχρεούνται, ωστόσο, να συμμετάσχουν σε περαιτέρω συνεδρίες Διαμεσολάβησης, αν δεν το επιθυμούν. Άλλωστε, όπως γίνεται γενικά δεκτό, η Διαμεσολάβηση δεν είναι κατάλληλη μέθοδος για την επίλυση κάθε διαφοράς, ιδίως π.χ. για τις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Η Διαμεσολάβηση επιτρέπει στα μέρη να διατηρούν τον έλεγχο του αποτελέσματος στο οποίο θα καταλήξει η διαδικασία, καθώς καμιά λύση δεν μπορεί να τους επιβληθεί παρά τη θέλησή τους. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια διαδικασία που ευνοεί τη δημιουργικότητα και την ευελιξία και διευκολύνει την ανεύρεση λύσεων που αρμόζουν στις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε οικογένειας. Οι γονείς είναι πολύ πιθανότερο να τηρήσουν μια συμφωνία στην οποία κατέληξαν από κοινού, παρά μια λύση που τους επιβάλλεται. Έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν ανοιχτά για τις απόψεις, τις επιθυμίες και τις προθέσεις τους σε ένα ειρηνικό περιβάλλον υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας, χωρίς να ανησυχούν ότι όσα αναφέρουν ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους αργότερα στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης δικαστικής διαδικασίας. Η Διαμεσολάβηση συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση της σύγκρουσης μεταξύ των μερών, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις διαφορές που αφορούν τα τέκνα, καθώς τα προστατεύει από το να εκτεθούν στην κρίση μεταξύ των γονέων τους. Η διαδικασία μπορεί να είναι εξαιρετικά οικονομική και ταχεία, δεδομένου ότι διεξάγεται στον ρυθμό που διευκολύνει και τα δύο μέρη. Κατά κανόνα, αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία μέσω της Διαμεσολάβησης, η διαφορά επιλύεται πολύ οικονομικότερα και συντομότερα από τη δικαστική διαδικασία.
Πηγή: https://www.lexology.com/library/detail.aspx?g=7bdba8d8-3286-4635-aada-c5f18eeb9de7
Βασιλική Κουμπλή
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια