Ως δικηγόροι εκπαιδευτήκαμε και «ανδρωθήκαμε» για να ασκήσουμε το επάγγελμά μας μέσα σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού, διεκδίκησης, κατάθεσης δικογράφων, ενστάσεων, αντιπαραθέσεων, επιβολής, ύψωσης φωνής, κυριαρχίας πάνω στον αντίπαλο…

Εδώ και χρόνια όμως, το πλαίσιο άρχισε να αλλάζει. Ο εντολέας του δικηγόρου δεν ενδιαφέρεται πλέον απλά και μόνον να «κάνει δικαστήρια» και «να βρει το δίκιο του» σε θεωρητικό επίπεδο. Ενδιαφέρεται να λύσει το πρόβλημά του. Να το λύσει ΣΗΜΕΡΑ, με τρόπο δίκαιο βεβαίως (και γιατί όχι;) συνάμα επικερδή και συμφέροντα.

Έτσι, όλο και περισσότερο, πέρα από τον δικηγόρο των δικαστηρίων και των ακροατηρίων, εμφανίζεται ο δικηγόρος παραστάτης ή σύμβουλος. Ο οποίος δεν διερευνά μόνον την δικαστική αντιμετώπιση μιας υπόθεσης, αλλά εναλλακτικά, διερευνά και άλλους τρόπους επίλυσης διαφορών, ώστε να προτείνει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο κατά περίπτωση.

Ένας τεράστιος χώρος που απαιτεί τέτοιου είδους προσέγγιση των διαφορών, είναι ο χώρος του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Ο επιχειρηματίας δεν ενδιαφέρεται να έχει απλώς δίκιο. Ενδιαφέρεται να λυθεί η διαφορά που έχει με τον πελάτη του, με τον προμηθευτή του, με τον εργαζόμενο, με τον συνεργάτη του και να συνεχίσει, να πάει μπροστά, να προχωρήσει…

Ένα άλλο κομμάτι υποθέσεων που χρήζουν τέτοιου είδους προσέγγισης, είναι οι οικογενειακές διαφορές. Αυτές που προκύπτουν γύρω από ένα διαζύγιο, από μια κληρονομιά, από διενέξεις για μια οικογενειακή επιχείρηση… Όλο και περισσότερο και σε αυτές τις υποθέσεις δίνεται έμφαση στην εξεύρεση λύσεων «συμφωνημένων», λύσεων κοινής αποδοχής.

…Ο δικηγόρος, όταν εκπροσωπεί τον εντολέα του σε μια διεθνή οικογενειακή διαφορά που αφορά παιδιά, θα πρέπει να έχει επίγνωση ότι η ευθύνη του έναντι του εντολέα του περιλαμβάνει και ένα μέρος ευθύνης για το συμφέρον και την ευημερία του ενδιαφερόμενου παιδιού. Με δεδομένο ότι η συμπεφωνημένη λύση εξυπηρετεί κατά κανόνα τα συμφέροντα του παιδιού, ο δικηγόρος θα πρέπει να υποστηρίζει τους γονείς οι οποίοι προτίθενται να επιχειρήσουν την επίλυση της διαφοράς με ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ και, στο μέτρο στο οποίο το επιτρέπει η εντολή του, να συνεργάζεται στενά με τον δικηγόρο της άλλης πλευράς…, μας λέει ο Οδηγός Καλής Πρακτικής για τη Σύμβαση της Χάγης.

Έχει, λοιπόν, ήδη και σταδιακά, μεταβληθεί ο ρόλος του δικηγόρου, ώστε πλέον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν υιοθετεί μια προσέγγιση που βλέπει απλώς και μόνον στεγνά το στενό θεωρητικό ή οικονομικό συμφέρον του εντολέα του αλλά αναζητά το πραγματικό συμφέρον του… Που περιλαμβάνει κατά περίπτωση συνέχιση των επαγγελματικών ή οικογενειακών σχέσεων, συνεργασίες, σχέσεις καλής γειτονίας, λιγότερη ψυχική ταλαιπωρία, λιγότερη επιβάρυνση…

Ασφαλώς ένας καλός Δικηγόρος χρειάζεται να γνωρίζει καλά νομικά. Να έχει επίγνωση του τί μπορεί ο εντολέας του να διεκδικήσει δικαστικά και να ξέρει και πώς θα το διεκδικήσει: με σωστά δικόγραφα και με σοβαρή παρουσία στα ακροατήρια. Πέραν τούτου όμως πρέπει να υπολογίσει και άλλους παράγοντες, π.χ. τον παράγοντα «χρόνο» και την επίδραση που έχει ο χρόνος στα συμφέροντα του εντολέα του. Ή τον παράγοντα «δυνατότητα εκτέλεσης» μιας δικαστικής απόφασης… Διότι, τί να την κάνει ο εντολέας την δικαστική απόφαση αν χρειάζονται χρόνια για να την αποκτήσει… Και τί να την κάνει την απόφαση αν δεν υπάρχει τρόπος να την εκτελέσει…

Πλέον, λοιπόν, ο Δικηγόρος λαμβάνει μεν υπόψη το τί μπορεί να κερδίσει ο εντολέας του δικαστικά, αλλά λαμβάνει υπόψη και πολλούς άλλους παράγοντες. Και αφού εκτιμήσει όλους τους παράγοντες, αποφασίζει τί θα συμβουλέψει τον εντολέα του.

Δικαστήρια ή κάτι άλλο; Μήπως μια άμεση, επίσημη και πιο οικονομική εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς;

Ευγνωσία Ραφτοπούλου – Χατζηπρίμου
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω ΔΣΘ
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Συντονίστρια Πύλης Διαμεσολάβησης Ωραιοκάστρου