Η προσφυγή στη Δικαστική Μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική αποτελεί μία Εναλλακτική Μέθοδο Επίλυσης Διαφορών (Alternative Dispute Resolution), και εισήχθη στην Ελλάδα με το ν. 4055/2012 «Νόμος για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής» ρυθμίζεται από το άρθρο 214Β του ΚΠολΔ, και είναι πρόσφορη για την επίλυση διαφορών/διενέξεων ιδιωτικού δικαίου.
Η προσφυγή στη Δικαστική Μεσολάβηση, μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την άσκηση της αγωγής ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας (δηλαδή και μετά την άσκηση της αγωγής).
Σε κάθε Πρωτοδικείο και Εφετείο ορίζονται ως δικαστές μεσολαβητές ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες Προέδρους Πρωτοδικών και Εφετών ή τους αρχαιότερους Πρωτοδίκες και Εφέτες. Σήμερα, Δικαστές Μεσολαβητές έχουν ορισθεί σε όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας.
Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο Δικαστή Μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημα του σύμφωνα με το άρθρο 214Β παρ. 3. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Όπως και στη Διαμεσολάβηση, η Δικαστική Μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με τον Μεσολαβητή Δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Η Δικαστική Μεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν αλλιώς.
Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία συντάσσεται Πρακτικό Μεσολάβησης. Το πρακτικό υπογράφεται από τον Δικαστή Μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατίθεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου όπου διεξήχθη η Μεσολάβηση. Κατά την κατάθεση ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από την κατάθεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου, το πρακτικό μεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ.
Στη Δικαστική Μεσολάβηση μπορούν να προσφύγουν τα μέρη, και ύστερα από πρόσκληση του Δικαστηρίου στο οποίο προσήλθαν προς εκδίκαση της υπόθεσής τους, η οποία υπόθεσή τους είναι εκκρεμής. Το Δικαστήριο μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη Δικαστική Μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα, αν συμφωνούν τα μέρη, να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου σύμφωνα με το άρθρο 214Β παρ. 4 του ΚΠλοΔ.
Στην Δικαστική Μεσολάβηση την ημερομηνία ορίζει ο Δικαστής Μεσολαβητής κατόπιν συνεννόησης με τα μέρη, και οι συναντήσεις κοινές ή κατ΄ιδίαν πραγματοποιούνται στο γραφείο του Δικαστή Μεσολαβητή στο Δικαστικό Μέγαρο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και στο ωράριο λειτουργίας των Δικαστηρίων.
Δέσποινα Σ. Λασκαρίδου, Δικηγόρος Παρ΄Αρείω Πάγω / Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια αστικών, εμπορικών και οικογενειακών διαφορών (TOOLKIT COMPANY- NL, ΚΕΔΙΠ, Υ.Δ.Δ.Α.Δ.), Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων